Η λιποδιαλυτή βιταμίνη D είναι γνωστή ως «η βιταμίνη του ήλιου» αλλά και ως «αντιρραχιτική βιταμίνη».
Ο όρος «βιταμίνη D» αναφέρεται σε δυο ενώσεις που διαφέρουν λίγο ως προς τη χημική δομή: η βιταμίνη D2-εργοκαλσιφερόλη, που παράγεται από τους ζυμομύκητες και ορισμένα φυτά και η Βιταμίνη D3-χοληκαλσιφερόλη, η οποία παράγεται στο δέρμα με την έκθεση στην ηλιακή ακτινοβολία. Η βιταμίνη D3 επίσης προσλαμβάνεται από την κατανάλωση τροφών ζωικής προέλευσης και είναι η πιο ενεργός και σταθερή μορφή βιταμίνης D. Μονάδες μέτρησης της βιταμίνης D είναι το μικρογραμμάριο (μg) ή οι Διεθνείς Μονάδες (I.U.), που σχετίζονται με την εξής ισοδυναμία: 1μg = 40 I.U.
Δράση-χρήση
Η βιταμίνη D μεταβολίζεται στο ήπαρ σε 25-hydroxyvitamin D [25(OH)D], γνωστή ως καλσιδιόλη, ενώ στα νεφρά μετατρέπεται στη φυσιολογικώς ενεργή μορφή 1,25-dihydroxyvitamin D [1,25(OH)2D], γνωστή ως καλσιτριόλη¹.
Προάγει την απορρόφηση του ασβεστίου και φωσφόρου από το έντερο και την εναπόθεσή τους στα οστά, ενώ παράλληλα ελέγχει τα επίπεδά τους στο αίμα. Απαιτείται επίσης για την ανάπτυξη και ανασύνθεση των οστών από τους οστεοβλάστες και οστεοκλάστες1,2. Χωρίς την αναγκαία ποσότητα βιταμίνης D, τα οστά γίνονται λεπτά και εύθραυστα. Επιπλέον νέα δεδομένα ανακύπτουν, που υποστηρίζουν ότι η βιταμίνη D έχει πολλούς επιπρόσθετους ρόλους, που συμπεριλαμβάνουν την ανάπτυξη των κυττάρων, νευρομυϊκές και ανοσοποιητικές λειτουργίες καθώς και μείωση των φλεγμονών¹-³-⁴.
Σταθερότητα
Η βιταμίνη D είναι σχετικά σταθερή στις τροφές, καθώς η αποθήκευση, οι διάφορες επεξεργασίες και το μαγείρεμα δεν επηρεάζουν πολύ τη δράση της. Ωστόσο η έκθεση του εμπλουτισμένου γάλακτος στο ηλιακό φως έχει σαν αποτέλεσμα κατά 40% απώλεια βιταμίνης D.
Συμπτώματα Ανεπάρκειας
Έλλειψη της βιταμίνης οδηγεί σε διαταραχές των οστών, όπως η ραχίτιδα στα παιδιά και η οστεοπόρωση και οστεομαλάκυνση στους ενήλικες καθώς και σε χαλασμένα δόντια.
Η αβιταμίνωση D είναι συνήθης πλέον σε αναπτυσσόμενες χώρες αλλά και σε ηλικιωμένους και άτομα που δεν εκτίθενται επαρκώς στον ήλιο. Ωστόσο παράγοντες όπως οι εποχές, η ώρα της ημέρας, τα ρούχα, η ατμοσφαιρική ρύπανση και η συννεφιά περιορίζουν τη σύνθεση της βιταμίνης D στο σώμα. Επιπλέον με την πάροδο της ηλικίας μειώνεται σημαντικά η ικανότητα του οργανισμού να συνθέτει βιταμίνη D από τον ήλιο, επομένως η ικανότητά του να χρησιμοποιήσει το ασβέστιο διακυβεύεται. Ορισμένες έρευνες έδειξαν ότι η χορήγηση επιπρόσθετης βιταμίνης D σε ηλικιωμένους άνδρες και γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση μπορεί να ενδυναμώνει περισσότερο τα οστά και να αποτρέπει τις πτώσεις.
– Οστεοπόρωση-Κατάγματα
Η έλλειψη βιταμίνης D μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη απορρόφηση του ασβεστίου με κίνδυνο εμφάνισης οστεοπόρωσης. Πρόκειται για διαταραχή της υγείας των ηλικιωμένων και ιδιαίτερα σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση, που χαρακτηρίζεται από απώλεια οστικής μάζας, με αποτέλεσμα την αύξηση της ευθραυστότητας των οστών και τον κίνδυνο καταγμάτων μετά από πτώση, ιδίως στο γοφό, τη σπονδυλική στήλη και τον καρπό, που μπορεί ακόμα και να απειλήσουν την υγεία.
– Ραχίτιδα
Έλλειψη βιταμίνης D σε παιδιά δημιουργεί διαταραχή στον μεταβολισμό του ασβεστίου και φωσφόρου, με αποτέλεσμα τα οστά να γίνονται μαλακά, ευλύγιστα και να υφίστανται, λόγω μειωμένης ακαμψίας, χαρακτηριστικές παραμορφώσεις6, που επηρεάζουν τα άκρα των μακρών οστών σε αμφότερα χέρια και πόδια (κύρτωση στα πόδια με διαταραχές στη βάδιση). Επιπλέον άλλα συμπτώματα ραχίτιδας είναι κούραση, εκνευρισμός, υπερβολική ίδρωση και μειωμένη όρεξη και ανάπτυξη του σκελετού και των δοντιών.
– Οστεομαλάκυνση
Ανεπάρκεια βιταμίνης D μπορεί να δημιουργήσει μαλακά και παραμορφωμένα οστά¹-⁵. Η οστεομαλάκυνση σε ενήλικες χαρακτηρίζεται από πόνους στα οστά και στους μύες και ενέχει τον κίνδυνο εμφάνισης αυτόματων καταγμάτων.
Η έλλειψη βιταμίνης D ανιχνεύεται με μια απλή εξέταση αίματος 25(ΟΗ)D
Διατροφικές Απαιτήσεις – Ασφάλεια
Η Συνιστώμενη Ημερήσια Δόση (ΣΗΔ: Recommended Daily Allowance-RDA) για την βιταμίνη D είναι 5μg-200I.U. Υπερβιταμίνωση πιθανώς να εμφανίσει ήπια συμπτώματα όπως πονοκέφαλο, ανορεξία, κράμπες, συχνοουρία, εμετό, διάρροια, απώλεια βάρους καθώς και υπερασβεσταιμία. Ωστόσο η μακροχρόνια πρόσληψη πάνω από το ανώτατο ανεκτό επίπεδο μπορεί να έχει δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία¹. Ενώ θεωρείται απίθανο να συμβούν συμπτώματα τοξικότητας σε ημερήσια πρόσληψη κάτω των 10.000 I.U., οι περισσότερες εκθέσεις προτείνουν η ημερήσια δόση να μην ξεπερνά τις 2000 I.U. (50μg) με ανώτατο ανεκτό επίπεδο τις 4000I.U. (ή 50μg), όπως ορίζεται και από την Ευρωπαϊκή Επιστημονική Επιτροπή (EU Scientific Committee).
Ωφέλεια Λήψης Συμπληρώματος Βιταμίνης D
Η βιταμίνη D είναι πολύτιμη για την καλή υγεία καθώς συμβάλλει στη βέλτιστη απορρόφηση και χρησιμοποίηση του ασβεστίου και φωσφόρου, με αποτέλεσμα να βοηθά στη διατήρηση της καλής κατάστασης των οστών, των μυών, των δοντιών και των νυχιών. Επομένως η βιταμίνη D έχει ευεργετική δράση στην πρόληψη της οστεομαλάκυνσης, ραχίτιδας και οστεοπόρωσης. Συγκεκριμένα, προοπτική μελέτη στην οποία συμμετείχαν 72.000 μετ-εμμηνοπαυσιακές γυναίκες για διάστημα πάνω από 18 έτη, έδειξε ότι οι γυναίκες που κατανάλωναν τουλάχιστον 600I.U. βιταμίνης D ημερησίως από τις τροφές και από συμπληρώματα διατροφής είχαν κατά 37% μειωμένο κίνδυνο εμφάνισης κατάγματος του ισχίου¹⁵.
Η βιταμίνη D επίσης βοηθά στην αφομοίωση της βιταμίνης Α και στην πρόληψη των κρυολογημάτων.
Επιπλέον έρευνες αναφέρουν ότι η βιταμίνη D παίζει σημαντικό ρόλο στη θεραπεία της ψωρίασης αλλά και σε διάφορα αυτοάνοσα νοσήματα (σκλήρυνση κατά πλάκας¹⁴, ινσουλινοεξαρτώμενος διαβήτης τύπου ΙΙ, ρευματοειδής αρθρίτιδα). Πολυάριθμες ερευνητικές μελέτες έδειξαν ότι χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου στον πρωκτό, μαστό και προστάτη¹⁶-¹⁷. Ωστόσο απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για να τεκμηριώσουν πλήρως την ωφέλεια της βιταμίνης D σε αυτές τις παθήσεις. Επίσης η βιταμίνη D έχει ευεργετική επίδραση και στην υπέρταση¹⁸, όμως απαιτούνται επιπλέον έρευνες επιβεβαίωσης αυτής της ιδιότητας.
Η πρόσληψη βιταμίνης D με συμπληρώματα διατροφής είναι αναγκαία στις ακόλουθες ομάδες ατόμων που πιθανώς έχουν έλλειψη:
Ηλικιωμένοι: έχουν μειωμένη ικανότητα σύνθεσης βιταμίνης D. Επίσης καθώς οι ηλικιωμένοι εκτίθενται λιγότερο στην ηλιακή ακτινοβολία δυσχεραίνεται ακόμη περισσότερο η σύνθεση της βιταμίνης D στον οργανισμό τους. Ως αποτέλεσμα συνήθως οι ηλικιωμένοι που ζουν σε αστικές περιοχές βρίσκονται σε μεγαλύτερο κίνδυνο υποβιταμίνωσης D¹¹.
Άτομα με δυσαπορρόφηση λιπών: Διαταραχές που σχετίζονται με μειωμένη απορρόφηση λιπών, όπως η κυστική ίνωση και η χολοστατική ηπατική νόσος μειώνουν την απορρόφηση της διαιτητικής βιταμίνης D¹².
Άτομα με αλλεργία στο γάλα, δυσανεξία στη λακτόζη και χορτοφάγοι (vegans): Άτομα που έχουν αποκλείσει τα ζωικά και γαλακτοκομικά προϊόντα από το διαιτολόγιό τους, τα οποία παρέχουν την απαραίτητη βιταμίνη D, θα χρειασθούν συμπληρωματική λήψη.
Παχύσαρκοι: Ο κίνδυνος έλλειψης βιταμίνης D αυξάνεται σε περίπτωση παχυσαρκίας13, καθώς η σύνθεση ή η συμπληρωματική λήψη βιταμίνης D, αποθηκεύεται στα λιποκύτταρα, δυσχεραίνοντας την βιοδιαθεσιμότητά της σε άτομα με αυξημένο απόθεμα λίπους.
Βρέφη: τα οποία σιτίζονται αποκλειστικά με θηλασμό, ενδεχομένως να έχουν έλλειψη βιταμίνης D, καθώς το μητρικό γάλα αποτελεί φτωχή πηγή της συγκεκριμένης βιταμίνης.
Τροφές πλούσιες σε Βιταμίνη D
Η μοναδικότητα της βιταμίνης D ως σημαντικού θρεπτικού συστατικού έγκειται στο ότι μπορούμε να την προμηθευτούμε τόσο από τη δράση της ηλιακής ακτινοβολίας στο γυμνό δέρμα όσο και από την διατροφή. Η βιταμίνη D περιέχεται σε λίγα τρόφιμα, με καλύτερες πηγές: τα λιπαρά ψάρια, όπως ο σολομός, το σκουμπρί, η σαρδέλα, το μουρουνέλαιο, τα αυγά, το γάλα, το βούτυρο καθώς και σε ορισμένα εμπλουτισμένα τρόφιμα όπως τα δημητριακά και η μαργαρίνη. Η προσθήκη βιταμίνης D στις τροφές και κυρίως στο γάλα, είναι σημαντικό “όπλο” κατά της ραχίτιδας και οστεοπόρωσης στα εύκρατα και ψυχρά κλίματα.
Ενδεικτικός πίνακας τροφών με αντίστοιχες ποσότητες.
ΤΡΟΦΙΜΑ | ΒΙΤΑΜΙΝΗ D (μg/100g) | ΒΙΤΑΜΙΝΗ D (IU/100g) |
Μουρουνέλαιο | 250 | 10000 |
Ρέγγα (καπνιστή) | 22 | 880 |
Σκουμπρί (τηγανητό) | 12.3 | 492 |
Σαρδέλες (ψητά) | 12.3 | 492 |
Σολομός στον ατμό | 8.7 | 348 |
Γάλα (πλήρες σε σκόνη) | 3.7 | 148 |
Αυγό | 2.11 | 84.4 |
Γάλα εμπλουτισμένο | 1.4 | 56 |
Μοσχαράκι (ψητό) | 1.3 | 45.2 |
Βούτυρο | 1.3 | 45.2 |
Αλληλεπιδράσεις-Αντενδείξεις
Γυναίκες που λαμβάνουν αντισυλληπτικά (από του στόματος οιστρογόνα) μπορεί να έχουν αυξημένα επίπεδα βιταμίνης D.
Η βιταμίνη D μπορεί επίσης να αλληλεπιδρά με διάφορους τύπους φαρμάκων.
Επομένως άτομα που λαμβάνουν αγωγή με τα ακόλουθα φάρμακα θα πρέπει να συμβουλεύονται τον γιατρό τους σε κάθε περίπτωση.
Τα υπακτικά (mineral oil) και η χοληστεραμίνη (συστατικό που σταματά την επαναπορρόφηση των χολικών αλάτων) εμποδίζουν την απορρόφηση της βιταμίνης D.
Οι κορτικοστεροειδείς ορμόνες (prednisone, hydrocortisone, methylprednisolone) για τη μείωση φλεγμονών, μπορεί να μειώσουν την απορρόφηση του ασβεστίου επηρεάζοντας το μεταβολισμό της βιταμίνης D⁷-⁸. Επομένως η μακροχρόνια χρήση τους οδηγεί σε περαιτέρω απώλεια οστικής μάζας και επιτείνει την ανάπτυξη οστεοπόρωσης.
Τα αντιεπιληπτικά (phenytoin) και βαρβιτουρικά (Phenobarbital) μειώνουν τη δραστικότητά της βιταμίνης D, με κίνδυνο πρόκλησης ραχίτιδας στα παιδιά και οστεομαλακίας στους ενηλίκους.
Με τις θειαζίδες και τα διουρητικά υπάρχει αυξημένος κίνδυνος υπερασβεστιαιμίας από τη μείωση της αποβολής του ασβεστίου. Επομένως θα πρέπει να λαμβάνονται σε διαφορετικές ώρες.
Τόσο τα φάρμακα για τη μείωση της χοληστερόλης (cholestyramine, colestipol) όσο και όσα λαμβάνονται για την απώλεια βάρους (ορλιστάτη) μειώνουν την απορρόφηση των λιποδιαλυτών βιταμινών, συμπεριλαμβανομένης της D⁹-¹⁰.
• Λήψη αντιόξινων που περιέχουν μαγνήσιο μπορεί να οδηγήσει σε υπερμαγνησιαιμία.
πηγή: https://laneshealth.gr/
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Institute of Medicine, Food and Nutrition Board. Dietary Reference Intakes for Calcium and Vitamin D. Washington, DC: National Academy Press, 2010 Knapen MH, Hamulyak K, Vermeer C.
Cranney C, Horsely T, O’Donnell S, Weiler H, Ooi D, Atkinson S, et al. Effectiveness and safety of vitamin D. Evidence Report/Technology Assessment No. 158 prepared by the University of Ottawa Evidence-based Practice Center under Contract No. 290-02.0021. AHRQ Publication No. 07-E013. Rockville, MD: Agency for Healthcare Research and Quality, 2007.