Για τον τρόπο που μπορούμε να διαχειριστούμε μία δεύτερη γνώμη, χωρίς να πέσουμε θύματα ιατρικών σφαλμάτων μιλάει στο Πρακτορείο Fm και στην εκπομπή της Τάνιας Η. Μαντουβάλου «104,9 ΜΥΣΤΙΚΑ ΥΓΕΙΑΣ» η αναπληρώτρια καθηγήτρια Επικοινωνίας και ΜΜΕ στη Δημόσια Υγεία ‘Εφη Σίμου.
Είναι πάντως αλήθεια ότι όταν μία σοβαρή ασθένεια εισέρχεται στη ζωή μας πάντα αναρωτιόμαστε, αν υπάρχει κάτι άλλο που θα μπορούσαμε να κάνουμε, ώστε να διαχειριστούμε καλύτερα την κατάσταση. Όπως δηλώνει η κ Σίμου οι ασθενείς που έρχονται αντιμέτωποι με διφορούμενες, αβέβαιες διαγνώσεις, αλλά και προβλήματα για τα οποία δεν γίνεται σωστή διάγνωση, μπορεί να αναζητήσουν δεύτερη γνώμη και να προστατευθούν από διαγνωστικά σφάλματα και καθυστερήσεις στη θεραπεία. «Επιστήμονες της Mayo Clinic αναφέρουν ότι το 88% των ατόμων που επισκέφτηκαν την κλινική για μια δεύτερη ιατρική γνώμη σ’ ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, επέστρεψαν στο σπίτι τους με διαφορετική και βελτιωμένη διάγνωση, γεγονός που είχε ευεργετική επίδραση στον τρόπο αντιμετώπισης του προβλήματος και κατ΄ επέκταση στο προσδόκιμο επιβίωσής τους».
«Οι ερευνητές εξέτασαν τα στοιχεία 286 ασθενών και η έρευνά τους έδειξε ότι μόνο στο 12% των περιπτώσεων η αρχική διάγνωση επιβεβαιώθηκε. Αντίθετα στο 21% των περιπτώσεων, η αρχική διάγνωση άλλαξε ριζικά και στο 66% των περιπτώσεων τροποποιήθηκε ή επαναπροσδιορίστηκε».
Όσο σημαντική είναι η δεύτερη γνώμη εξίσου σημαντική είναι η θέσπιση σχέσεων εμπιστοσύνης με το θεράποντα γιατρό, τονίζει η ειδικός επισημαίνοντας ότι διεθνείς μελέτες υποδεικνύουν πως η επαναλαμβανόμενη σχέση με τον ίδιο γιατρό τον οποίο εμπιστευόμαστε, συνδέεται με λιγότερους θανάτους και με καλύτερη έκβαση στα θεραπευτικά αποτελέσματα μιας νόσου.
«Θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι η δεύτερη γνώμη μπορεί να επιβεβαιώσει την αρχική διάγνωση και το θεραπευτικό πλάνο, να προτείνει πρόσθετες θεραπευτικές επιλογές, αλλά και να αλλάξει ριζικά τη διάγνωση και κατ’ επέκταση τη θεραπεία. Διαφαίνεται ότι η αναζήτηση δεύτερης γνώμης αποτελεί μια μορφή αντίστασης ενάντια στη λανθασμένη διάγνωση. Διαφορετικά όχι μόνο μπορεί να χαθεί πολύτιμος χρόνος επιλέγοντας θεραπευτικά πλάνα που είναι ακατάλληλα και αναποτελεσματικά, αλλά και να κινδυνεύσει η ζωή του ασθενούς.
«Ωστόσο παρά το γεγονός ότι η αναζήτηση δεύτερης γνώμης μπορεί να οδηγήσει στην εξεύρεση πολύτιμων πληροφοριών, ακόμα και στην αλλαγή της αρχικής διάγνωσης είναι λίγοι οι ασθενείς που αναζητούν δεύτερη γνώμη». Σε πανελλαδική έρευνα του Ινστιτούτου Επικοινωνίας και Αλφαβητισμού στην Υγεία και τα ΜΜΕ που πραγματοποιήθηκε το 2019, μας λέει η κ. Σίμου, ποσοστό 48% των συμμετεχόντων μίλησαν με το γιατρό τους τηλεφωνικά μετά την επίσκεψη, 30% έψαξαν στο διαδίκτυο για περισσότερες πληροφορίες, 27,7% ζήτησαν δεύτερη γνώμη από άλλο γιατρό και 21.1% αναζήτησαν ομάδες ασθενών με παρόμοια προβλήματα και ρώτησαν τη γνώμη τους. Τα ερωτήματα όμως που εύλογα προκύπτουν είναι πότε και γιατί είναι τελικά «δόκιμο» να αναζητήσει ο ασθενής δεύτερη γνώμη; Γιατί κάποιοι δεν το κάνουν; Και όταν το κάνουν πώς πρέπει να γίνει σωστά; Η κ. Σίμου μας απάντησε για όλες τις εκδοχές.
«Ακόμα και αν η δεύτερη γνώμη δεν οδηγήσει σε αλλαγή της αρχικής διάγνωσης ή του θεραπευτικού πλάνου μπορεί πλέον ο ασθενής να προχωρήσει ενδυναμωμένος, με ηρεμία και σύνεση γνωρίζοντας ότι θα λάβει τη σωστή θεραπεία».
Υπάρχει πάντα η πιθανότητα η αρχική διάγνωση να διαφοροποιείται από τη δεύτερη και αυτό ίσως είναι το πιο δύσκολο μέρος στη διαδικασία αναζήτησης δεύτερης γνώμης, αναφέρει η καθηγήτρια. Στην περίπτωση αυτή θα πρέπει ο ασθενής να συμβουλευτεί τον γιατρό που έκανε την πρώτη διάγνωση και πρότεινε θεραπεία, αλλά και τον δεύτερο γιατρό, και να θέσει τα ακόλουθα ερωτήματα:
Ο κάθε ασθενής, σύμφωνα με την κ Σίμου έχει το αδιαμφισβήτητο δικαίωμα να αναζητήσει δεύτερη γνώμη και να αναλάβει την ευθύνη για την κατάστασή του.
Ο σεβασμός της αυτονομίας του ασθενούς θα πρέπει να αποτελεί βασικό στοιχείο στη σχέση ιατρού – ασθενούς. Η σχέση αυτή θα πρέπει να είναι σχέσης συνεργασίας και να διακρίνεται από τον αλληλοσεβασμό, ανεξάρτητα από την επιλογή που θα κάνει ο ασθενής.
«Πρωταρχική υποχρέωση των γιατρών αποτελεί η προάσπιση των συμφερόντων και η ευημερία των ασθενών και σ’ αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να δούμε και την αναζήτηση δεύτερης γνώμης από τους ασθενείς. Η δεύτερη γνώμη δεν θα πρέπει να δίδεται τηλεφωνικά ή μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ή διαμέσου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης».
Επίσης η αναζήτηση πληροφοριών στο διαδίκτυο δεν υποκαθιστά κανένα γιατρό και θα πρέπει να επιδιώκεται η πρόσωπο με πρόσωπο επαφή και ιατρική επίσκεψη, καταλήγει η κ. Σίμου.
Έφη Σίμου: αναπληρώτρια καθηγήτρια Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας της Σχολής Δημόσιας Υγείας στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ