Οι διαταραχές του ύπνου (δυσκολία να κοιμηθεί κανείς ή και να μείνει κοιμισμένος, πολύ πρωινό ξύπνημα κ.ά.) είναι συνήθεις. Εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο παίρνουν συνταγογραφούμενα φάρμακα, όπως υπνωτικά, ηρεμιστικά και αντικαταθλιπτικά για να κοιμηθούν καλύτερα.
Τα φάρμακα για τον ύπνο «δουλεύουν» βραχυπρόθεσμα, για διάστημα έως έξι μηνών, αλλά όταν η αϋπνία είναι χρόνια και τα φάρμακα λαμβάνονται για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα, τότε η αποτελεσματικότητά τους φθίνει, όπως δείχνει και η νέα μελέτη από ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Ντάνιελ Σόλομον του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ και του Νοσοκομείου Brigham and Women’s της Βοστώνης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό «BMJ Open».
Πάνω από το 70% των γυναικών και στις δύο ομάδες ανέφεραν προβληματικό ύπνο τουλάχιστον τρεις φορές την εβδομάδα. Οι διαταραχές του ύπνου ήταν παρόμοιες στις δύο ομάδες, δηλαδή τα φάρμακα μετά από ένα έτος δεν βοηθούσαν πια στον ύπνο, ενώ μετά από δύο χρόνια δεν υπήρχε κάποια σημαντική μείωση στις διαταραχές του ύπνου στις γυναίκες που έπαιρναν τέτοια φάρμακα συστηματικά.
Οι ερευνητές δεν απέκλεισαν ότι αυτά τα φάρμακα μπορεί να παραμείνουν αποτελεσματικά σε μερικούς ανθρώπους μετά από αρκετά χρόνια, αλλά γενικότερα τα ευρήματα πρέπει να οδηγήσουν σε αναθεώρηση της μακρόχρονης χρήσης τους σε ανθρώπους μέσης ηλικίας με προβλήματα ύπνου.
https://bmjopen.bmj.com/content/11/5/e045074
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ