Βενετικάκης Γεώργιος, Νοσηλευτής RN, BSN, MSc, Αναπληρωτής Προϊστάμενος στο Κέντρο Αιμοκάθαρσης, Μεσόγειος, Ηράκλειο Κρήτης
Θερκιάι Φραντζέσκα, Νοσηλεύτρια RN, BSN, MSc. Creta InterClinic, Ηράκλειο Κρήτης
Ροβίθης Μιχαήλ, Επίκουρος καθηγητής RN, MPH, PhD, Σχολή Επιστημών Διοίκησης και Οικονομίας, Τμήμα Διοίκηση Επιχειρήσεων Φιλοξενίας και Τουρισμού, Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου
Υλικό και Μέθοδος: Η μελέτη διενεργήθηκε σε 1498 ασθενείς που τελούν υπό αιμοκάθαρση σε ιδιωτικές κλινικές στην Ελλάδα και η ανάλυση των δεδομένων, έγινε με το Πρόγραμμα IBM-SPSS 25.0. Υπολογίστηκαν κατανομές συχνοτήτων των βασικών περιγραφικών και κλινικών χαρακτηριστικών των ασθενών της μελέτης, καθώς και των 95% διαστημάτων εμπιστοσύνης για λόγους συγκρίσεων (εκτίμηση με τεχνικές bootstrap). Ο έλεγχος διαφοράς σε υποκατηγορίες χαρακτηριστικών έγινε με τις μεθόδους χ2, Mann-Whitney & Student t. Ανάλογα εκτιμήθηκε σε αντίστοιχα χαρακτηριστικά και στην περίπτωση της θνησιμότητας των ασθενών. Ως αποδεκτό
επίπεδο σημαντικότητας επιλέχθηκε το 5%.
Αποτελέσματα: Η ηλικία ένταξης στην αιμοκάθαρση ήταν μικρότερη για τους άνδρες (69,5 ± 13,9) σε σχέση με τις γυναίκες (72,2 ±13,4). Κατά τα έτη 2014-2018 στα οποία διενεργήθηκε η παρούσα μελέτη από το πλήθος των ασθενών ένα ποσοστό 41,1% (n=615) δεν νοσηλεύτηκε καμία φορά σε κάποιο νοσοκομείο έναντι του 58,9% (n=883) οι οποίοι νοσηλεύτηκαν τουλάχιστον 1+ φορές. Με τα κυριότερα αίτια νοσηλείας τους, να είναι τα χειρουργικά (19,5%), οι λοιμώξεις (18,1%), τα καρδιολογικά αίτια (16,4) και τα σχετιζόμενα με την αγγειακή προσπέλαση (14,6%).
Συμπεράσματα: Τόσο οι αιτίες εισαγωγής, όσο και θανάτου των ασθενών που τελούν υπό αιμοκάθαρση, μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς όφελος του ιατρο-νοσηλευτικού προσωπικού, όσο και των ίδιων των ασθενών, υλοποιώντας ένα σχέδιο φροντίδας, το οποίο μπορεί να αυξήσει το χρόνο της επιβίωσής τους.
Η Χρόνια Νεφρική Ανεπάρκεια (ΧΝΑ), είναι μια από τις μεγαλύτερες διαταραχές και στις μέρες μας, θεωρείται, από τις πιο διαδομένες νόσους. (Inagi, R., 2019). Έχει προσβάλει περισσότερα από 750 εκατομμύρια άτομα σε παγκόσμιο επίπεδο. (World Kidney Day Steering Committee, 2019). Ένας μεγάλος αριθμός ατόμων ανά τον κόσμο πάσχει από Χρόνια Νεφρική Νόσο (ΧΝΝ) και το ποσοστό αυτό υπολογίζεται στο 10% του παγκόσμιου πληθυσμού. (Inagi, R., 2019)
Περίπου το 80% όλων των ασθενών που λαμβάνουν θεραπεία αποκατάστασης της νεφρικής τους λειτουργίας, δύναται να είναι σε ευκατάστατες περιοχές με ηλικιωμένο πληθυσμό και εύκολη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη. Τα δημογραφικά στοιχεία των ασθενών με ΧΝΑ διαφέρουν σε σημαντικό βαθμό παγκοσμίως. (Jha et al. 2013).
Δεδομένου ότι η ΧΝΝ, αποτελεί ένα τεράστιο πρόβλημα δημόσιας υγείας, διάφορες μελέτες έχουν αποδώσει τη βαρύτητα της νόσου στην αλλαγή που έχει υποστεί η παθογένεια αυτής. (Zhang & Rothenbacher, 2008).
Η ΧΝΑ, συνδέεται με τη σταδιακή μείωση της νεφρικής λειτουργίας κυρίως στα ηλικιωμένα άτομα, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε μικρότερες ηλικίες όταν υπάρχουν νόσοι που μπορούν να την επιταχύνουν, όπως η υπέρταση και ο σακχαρώδης διαβήτης. (Hill et al., 2016). Η εξέλιξη της νόσου, ο επιπολασμός της, αλλά και η επίπτωσή της, διαφοροποιούνται από χώρα σε χώρα. (Webster et al., 2017).
Το 2010 το Global Burden of Disease, διενήργησε μια μελέτη, σύμφωνα με την οποία το 1990, η ΧΝΑ κατατάχθηκε στην 27η θέση στον κατάλογο των αιτιών του συνολικού αριθμού των θανάτων παγκοσμίως, που όμως το 2010 ανήλθε στην 18η θέση. (Jha et al. 2013). Το έτος 2015 ανήλθε στην 17η θέση (Levin, 2018), ενώ το 2016 είχε καταταχθεί στη 12η θέση στον κατάλογο των αιτιών θανάτων παγκοσμίως.( Xie et al., 2018).
Σύμφωνα με το ERA-EDTA REGISTRY (European Renal Association – European Dialysis and Trasplant Association), το 2016, οι ασθενείς οι οποίοι είχαν δεχτεί θεραπεία νεφρικής αποκατάστασης παγκοσμίως ήταν κατά μέσο όρο 117 pmp (Per Million Population). Στην Ελλάδα, ο αριθμός αυτός ανερχόταν σε 210 pmp (Per Million Population). (ERA-EDTA Registry Annual Report 2016).
Σε πολλές χώρες, όπως και στην Ελλάδα, ο αριθμός των ασθενών που υποβάλλονται σε ΠΚ, είναι αρκετά μικρότερος σε σχέση με την αιμοκάθαρση. Στην Ελλάδα, σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Υπηρεσίας Συντονισμού και Ελέγχου (ΥΣΕ) το 2017, ο αριθμός των ασθενών στην ΠΚ είναι 713, ενώ στην αιμοκάθαρση είναι 10,652. (ENE, 2017), Με τα νεότερα στοιχεία του ΥΣΕ, τον Ιούλιο του 2019, ο αριθμός των ασθενών στην ΠΚ ήταν 710, ενώ στην αιμοκάθαρση 11.501. (ΥΣΕ, 2019).
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε, βάσει των αρχείων καταγραφής των τελευταίων πέντε ετών των ασθενών που υπάρχουν στη βάση δεδομένων, σε 8 ιδιωτικές μονάδες αιμοκάθαρσης στην Ελλάδα. Το σύνολο των ασθενών που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη ήταν n=1498.
Σκοπός της παρούσας μελέτης, ήταν να διερευνηθούν και να καταγραφούν τα κοινωνικό-δημογραφικά χαρακτηριστικά ασθενών που τελούν υπό αιμοκάθαρση σε ιδιωτικές κλινικές στην Ελλάδα και να διερευνηθούν πιθανές συσχετίσεις.
Οι καταγραφές των στοιχείων πραγματοποιήθηκαν για 6 μήνες από τον Ιούνιο 2019 έως και τον Νοέμβριο 2019. Σε αυτό το διάστημα, καταγράφηκαν η ηλικία, το σωματικό βάρος, το φύλο, οι πόλεις στις οποίες βρίσκονται τα κέντρα αιμοκάθαρσης, η χώρα καταγωγής των ασθενών, η ηλικία έναρξης της νόσου, ο αριθμός, το πλήθος και οι ημέρες νοσηλειών για τα έτη 2014-2018 καθώς και τα αίτια τα οποία οδήγησαν στην νοσηλεία των ασθενών. Ακόμα, καταγράφηκαν η ομάδα αίματος των ασθενών, η θνησιμότητα, οι αιτίες θανάτου καθώς και η συχνότητα αυτής ανά κέντρο αιμοκάθαρσης και τέλος, η σύγκριση των ασθενών ανά φύλο ως προς την επιβίωσή τους.
Η ανάλυση των δεδομένων, έγινε με το Πρόγραμμα IBM-SPSS 25.0. Υπολογίστηκαν κατανομές συχνοτήτων των βασικών περιγραφικών και κλινικών χαρακτηριστικών των ασθενών της μελέτης καθώς και των 95% διαστημάτων εμπιστοσύνης για λόγους συγκρίσεων (εκτίμηση με τεχνικές bootstrap). Ο έλεγχος διαφοράς σε υποκατηγορίες χαρακτηριστικών έγινε με τις μεθόδους χ2 , Mann-Whitney & Student t. Ανάλογα, εκτιμήθηκε σε αντίστοιχα χαρακτηριστικά και στην περίπτωση της θνησιμότητας των ασθενών. Ως αποδεκτό επίπεδο σημαντικότητας επιλέχθηκε το 5%.
Από τους 1498 ασθενείς που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη το 68,4% (n=1024) ήταν άνδρες και το 31,6% (n=475) ήταν γυναίκες. Οι ηλικίες τους εκτείνονται από 22 έως 96 ετών. Το μεγαλύτερο ποσοστό 61,8% (n=926) ανήκει στην ηλικιακή ομάδα 50-79 ετών. Ακολουθεί η ηλικιακή ομάδα 80-96 ετών, με ποσοστό 29,5% (n=441), και τέλος, έχουμε τις ηλικίες 22-49 ετών, οι οποίες κατέχουν το μικρότερο ποσοστό με μόλις 8,7% (n=131), όπου η διαφορά θεωρείται στατιστικά σημαντική (p=0,009).
Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω στοιχεία και λόγω του ότι το μεγαλύτερο ποσοστό κατέχουν οι ασθενείς της ηλικιακής ομάδας 50-79 ετών, αυτό δηλώνει ότι είναι αυξημένη η νοσηρότητα και η θνητότητα στους ασθενείς >50 ετών.
Όσο αφορά το σωματικό βάρος, σύμφωνα με τον Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) από τους 1498 ασθενείς, διαγνώστηκαν με κανονικό βάρος το 40,8% (n=315) με τους άνδρες να κατέχουν το 43,4% (n=234) του συνόλου και οι γυναίκες το 34,8% (n=81). Οι υπέρβαροι ήταν στο 35,8% (n=276). Έπειτα ακολουθούν οι παχύσαρκοι με 18% (n=139), και τέλος οι λιποβαρείς με 5,4% (n=42). Για το σωματικό βάρος των ασθενών διακρίνεται μια στατιστικά σημαντική διαφορά με p=0,001. (Table 1).
Η ηλικία έναρξης της νόσου είναι 66 ετών (±15), με τους άνδρες στα 65 έτη (±15,2) και τις γυναίκες στα 68 έτη (±14,4) με στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ του φύλου (p<0,001).
To 41,1% (n=615) του συνόλου των ασθενών δεν εισήλθε καμία φορά στο νοσοκομείο κατά τα έτη 2014-2018. Πρακτικά λοιπόν, περίπου οι μισοί από τους ασθενείς δεν είχαν καμία νοσηλεία τα 5 αυτά έτη. Το υπόλοιπο 58,9% (n=883), εισήχθη παραπάνω από 1 φορές στο νοσοκομείο. Η διαφορά αυτή, είναι μη στατιστικά σημαντική (p=0,278)
Το πλήθος νοσηλειών ανά φύλο, ήταν για τους άνδρες το 2,8% και για τις γυναίκες το 2,9%. Με μη στατιστικά σημαντική διαφορά (p=0,590).
Η διάρκεια νοσηλείας, για τους άνδρες και τις γυναίκες ήταν 19 και 17 ημέρες αντίστοιχα, με μέσο όρο τις 18 ημέρες, όπου και εδώ διακρίνεται μια μη στατικά σημαντική διαφορά (p=0,233). (Table 2).
Οι κυρίαρχες ομάδες αίματος των ασθενών της μελέτης, ήταν η 0+ με 39% και η Α+ με 34,3%, ενώ ακολουθούν η Β+ 11,4%, η ΑΒ+ με 5,2%, η 0- 4,5%, η Α- με 4%, η Β- με 1,3% και η ΑΒ- με 0,4%. (Fig.1).
Οι 4 κυριότερες αιτίες που οδήγησαν τους ασθενείς της μελέτης στο να εισαχθούν στο νοσοκομείο, ήταν οι χειρουργικές (19,5%), οι λοιμώξεις (18,1%), τα καρδιολογικά αίτια (16,4%) και τα περιστατικά που σχετίζονται με την αγγειακή προσπέλαση (14,6%), που όμως, δεν διαφέρουν στατιστικά μεταξύ τους, εφόσον το διάστημα εμπιστοσύνης τις επικαλύπτει. (Fig.2).
Κατά τη διάρκεια της μελέτης το 33,1% (n=496) των ασθενών απεβίωσε. (Fig.3)
Οι αιτίες θανάτου των 496 των ασθενών της μελέτης κατά τη διάρκεια των ετών 2014-2018, βρίσκουν τα καρδιακά αίτια/ανακοπή στην πρώτη θέση με ποσοστό 38,9%, τις λοιμώξεις με 26,2%, τα αγνώστου αιτιολογίας και τα κακοήθη νοσήματα να βρίσκονται σε ποσοστό 11,3% και 11,1% αντίστοιχα, και να ακολουθούν τα ΑΕΕ με 8,3% ενώ όλες οι άλλες αιτίες να ανέρχονται από 1,2% έως 0,2%. (Fig. 3).
Από το 2014-2018, επιβίωσαν 1002 ασθενείς με το 68,7% (n=688) να ήταν άνδρες και το 31,3% (n=314) γυναίκες. Απεβίωσαν οι 496 από τους οποίους οι άνδρες κατείχαν το 67,7% (n=336) και οι γυναίκες το 32,3% (n=160). Παρατηρείται λοιπόν ότι ο θάνατος είναι συχνότερος στους άνδρες ασθενείς που τελούν υπό αιμοκάθαρση σε σχέση με τις γυναίκες, με μη στατιστικά σημαντική διαφορά (p=0,718).
Επίσης, είναι αξιοσημείωτο ότι οι ασθενείς οι οποίοι απεβίωσαν ήταν μεγάλης ηλικίας 76,4 ετών (±9,9) ενώ εκείνοι οι οποίοι επιβίωσαν είχαν ηλικία 67,3 ετών (±14,4), με p<0,001.
Άλλος ένας σημαντικός δείκτης που μας δίνεται από τον πίνακα 3, είναι ότι οι ασθενείς, οι οποίοι απεβίωσαν, ήταν κανονικού σωματικού βάρους με ποσοστό 48,5% (n=146), ενώ δεύτεροι ήταν οι υπέρβαροι με ποσοστό 30,2% (n=91), ακολουθούν οι παχύσαρκοι με ποσοστό 14% (n=42) και τελευταίοι οι λιποβαρείς με 7,3% (n=22), με στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0,001).
Η ηλικία έναρξης της νόσου στους ασθενείς οι οποίοι επιβίωσαν κατά τα έτη 2014-2018, ήταν 62,9 ετών (±15,7), ενώ αυτών που απεβίωσαν ήταν 72 ετών (±11,2). Συνεπώς, οι ασθενείς οι οποίοι απεβίωσαν εμφάνισαν ΧΝΑ, σε μεγαλύτερη ηλικία από εκείνους οι οποίοι επιβίωσαν.
Τέλος, όσον αφορά τη νοσηλεία στα έτη 2014-2018 από τους 1498 ασθενείς το 52,2% (n=523) οι οποίοι επιβίωσαν και το 18,5% (n=92) που απεβίωσαν δεν νοσηλεύτηκαν καμία φορά σε κάποιο νοσοκομείο σε σχέση το 47,8% (n=479) που εξακολουθούν να τελούν υπό αιμοκάθαρση και το 81,5% (n=404) στο οποίο επήλθε θάνατος και οι οποίοι νοσηλεύτηκαν πάνω από 1 φορές. (Table 3).
Η παρούσα μελέτη διενεργήθηκε σε 1498 ασθενείς κατά τα έτη 2014-2018, οι οποίοι υποβάλλονταν σε θεραπεία υποκατάστασης νεφρικής λειτουργίας σε 8 ιδιωτικά κέντρα αιμοκάθαρσης ανά την Ελλάδα, για την καταγραφή του κοινωνικού-δημογραφικού προφίλ των ασθενών αυτών. Από τα δεδομένα που συλλέχθηκαν εξήχθησαν τα παρακάτω.
Από το σύνολο των ασθενών που πήραν μέρος στη μελέτη, το μεγαλύτερο ποσοστό ήταν άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες με μέση ηλικία 69,5 ετών και 79,2 ετών αντίστοιχα και οι οποίοι, είχαν μεγαλύτερα ποσοστά παχυσαρκίας από ότι οι γυναίκες. Είναι εμφανές λοιπόν, ότι οι άνδρες εντάσσονται στην αιμοκάθαρση σε μικρότερη ηλικία σε σχέση με το γυναικείο φύλο. Συνεπώς, οι ασθενείς της μελέτης, δεν διαφέρουν σε σχέση με άλλες μελέτες, όπως αυτή των Cobo et al., (2016), η οποία μελετάει τις διαφορές των φύλων στη XNN και αναφέρει σχετικά ότι παράγοντες όπως η ηλικία και ο ΔΜΣ, είναι καθοριστικοί, ώστε να επέλθει η ΤΣΧΝΑ συντομότερα στους άνδρες απ’ ότι στις γυναίκες.
Οι Dalrymple et al., (2011), αναφέρουν ότι ο υψηλός ΔΜΣ, συσχετίζεται άμεσα με το να οδηγήσει τους ασθενείς με ΧΝΝ σε ΤΣΧΝΑ και τελικά να ενταχθούν στην αιμοκάθαρση, αλλά δεν έχει άμεση συσχέτιση με το θάνατο, σε σχέση με το χαμηλό ΔΜΣ.
Μια άλλη μελέτη αναφέρει ότι η παχυσαρκία μπορεί να προκαλέσει XNN. Επίσης ο υψηλός ΔΜΣ σε ασθενείς με ΧΝΝ, προκαλεί μεγαλύτερη μείωση του eGFR, με αποτέλεσμα να φτάνουν γρηγορότερα στο στάδιο 5 και τελικά να εντάσσονται στην αιμοκάθαρση, ειδικά όταν συνυπάρχει και σακχαρώδης διαβήτης τύπου ΙΙ. (Eknoyan, 2011).
Οι Hecking et al., (2014), αναφέρουν επίσης, ότι ο επιπολασμός της ΧΝΑ και της ΤΣΧΝΑ, διαφέρει μεταξύ ανδρών και γυναικών. Οι γυναίκες που λαμβάνουν θεραπεία μέσω της αιμοκάθαρσης, είναι λιγότερες από τους άνδρες, παρότι αυτές υπερτερούν σε αριθμό στο γενικό πληθυσμό. Ακόμα, στο ότι οι άνδρες ξεκινάνε νωρίτερα την αιμοκάθαρση, ενοχοποιείται και ο τρόπος ζωής τους, είτε αυτό είναι το κάπνισμα, είτε το αλκοόλ, είτε η διατροφή, είτε η φύση της εργασίας κάποιων.
Επίσης, η μελέτη των Carrero et al., (2010), «διαφορές μεταξύ φύλων στη χρόνια νεφρική νόσο: από την αρχή ως την τελική φάση της νεφρικής ανεπάρκειας και την αιμοκάθαρση», έδειξε ότι η χρόνια νεφρική νόσος προχωράει με βραδύτερο ρυθμό στο γυναικείο, απ’ ότι στο ανδρικό φύλο αν και οι γυναίκες είναι περισσότερες με νεφρική ανεπάρκεια σταδίου 4 σε σύγκριση με τους άνδρες. Όμως, από το στάδιο 4 στο στάδιο 5 υπάρχει μια επιβράδυνση για εκείνες, κάτι που στους άνδρες λειτουργεί αντίστροφα, με αποτέλεσμα η νόσος να εξελίσσεται για αυτούς με ταχύτερο ρυθμό προς το στάδιο 5 και γι’ αυτό ενοχοποιείται κυρίως ο τρόπος ζωής τους.
Σύμφωνα με τους Kummer et al., (2012), το ότι οι άνδρες φτάνουν γρηγορότερα στην ΤΣΧΝΑ, οφείλεται στον τρόπο ζωής τους. Επίσης η υψηλή πρωτεϊνική και θερμιδική πρόσληψη των ανδρών σε σχέση με τις γυναίκες, θεωρούν ότι έχει άμεση σύνδεση με την εξέλιξη της ΧΝΝ.
Σύμφωνα με τους Goldberg & Krause, (2016), ο επιπολασμός της ΧΝΝ, αν και είναι αρκετά υψηλός στις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες, η εξέλιξη της νόσου προς το τελικό της στάδιο (στάδιο 5), είναι ταχύτερη στους άνδρες. Αν και η διεθνής βιβλιογραφία είναι κάπως αντικρουόμενη σε αυτό, η πλειοψηφία των μελετών είναι υποστηρικτές αυτής της υπόθεσης. Τα αποτελέσματα μιας μελέτης κοόρτης, η οποία διεξάχθηκε στη Σουηδία, αναφέρουν ότι οι άνδρες έχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από ότι οι γυναίκες για ΤΣΧΝΑ. (Evans et al., 2005).
Κάτι σημαντικό που προέκυψε από την ανάλυση των δεδομένων και το οποίο αφορά την κατανομή των ασθενών ανάλογα με την ομάδα αίματος που φέρει ο καθένας, είναι ότι το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών ανιχνεύτηκαν με ομάδα αίματος 0 Rhesus + και Α Rhesus +, με τις οι άλλες ομάδες αίματος να βρίσκονται σε πολύ χαμηλά ποσοστά. Αξιοσημείωτο δε, είναι ότι δεν υπάρχουν ελληνικές και διεθνείς βιβλιογραφικές αναφορές πάνω σε αυτό. Μία πιθανή ερμηνεία, ίσως να έγκειται στο γεγονός, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι του γενικού πληθυσμού ανήκουν σε αυτές τις δύο ομάδες αίματος, χωρίς απαραίτητα αυτό να σημαίνει ότι ευσταθεί.
Στη μελέτη των Molnar et al., (2018), αναφέρεται ότι οι νοσοκομειακές νοσηλείες των ασθενών σχετίζονται με διάφορα αίτια όπως είναι τα χειρουργικά, οι λοιμώξεις, τα καρδιολογικά, άλλα και για τη δημιουργία αγγειακής προσπέλασης. Κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται και στους ασθενείς οι οποίοι συμμετείχαν στην παρούσα μελέτη, όπου το μεγαλύτερο ποσοστό του συνόλου αυτών και βάσει των στοιχείων που συλλέχθηκαν, ανευρέθη ότι εισήχθησαν στο νοσοκομείο με τα χειρουργικά αίτια να είναι πιο συχνά και να ακολουθούν οι λοιμώξεις, τα καρδιολογικά και τα αγγειακά αίτια. Μια άλλη μελέτη των Tzanakaki et al., (2014), η οποία διενεργήθηκε στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο της πόλης του Ηρακλείου Κρήτης, αναφέρει ότι οι λοιμώξεις, θεωρούνται ως μια αρκετά σημαντική αιτία εισαγωγής των αιμοκαθαιρόμενων ασθενών στο νοσοκομείο και οι οποίες οφείλονται στην επιμόλυνση των κεντρικών φλεβικών καθετήρων που φέρουν κάποιοι από τους ασθενείς αυτούς. Μια άλλη αιτία εισαγωγής στο νοσοκομείο η οποία αναφέρετε στην ίδια μελέτη, ήταν τα καρδιακά αίτια.
Όσον αφορά τις αιτιολογίες θανάτου των ασθενών της μελέτης που απεβίωσαν (n=496), αυτές ήταν κατά κύριο λόγο τα καρδιακά αίτια, τα οποία βρίσκονται και στην πρώτη θέση, ενώ στην δεύτερη θέση έρχονται οι λοιμώξεις και στην τρίτη και τέταρτη θέση οι αγνώστου αιτιολογίας και τα κακοήθη νοσήματα, ενώ στην πέμπτη και τελευταία θέση βρίσκονται τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια (ΑΕΕ). Όμοια αποτελέσματα έχουν αναφερθεί και από τον Jin, (2015). Οι Laurin et al., (2015), αναφέρουν, ότι οι λοιμώξεις θεωρούνται ότι είναι η δεύτερη κύρια αιτία που οδηγεί στο θάνατο ασθενείς υπό αιμοκάθαρση. Μια άλλη μελέτη των Thompson et al., (2015), για τις αιτίες θανάτου των ασθενών με μείωση της νεφρικής λειτουργίας, ταξινόμησαν τις αιτίες θανάτου των αιμοκαθαιρόμενων ασθενών, σε πέντε μεγάλες κατηγορίες, με τα καρδιαγγειακά αίτια να είναι στην πρώτη θέση και να ακολουθούν με τη σειρά οι λοιμώξεις, ο καρκίνος, οι αγνώστου αιτιολογίας και τα ΑΕΕ. Οι Cozzolino et al., (2018), αναφέρουν, ότι η κυριότερη αιτία θνησιμότητας και νοσηρότητας στους ασθενείς με ΤΣΧΝΑ, είναι η καρδιαγγειακή νόσος η οποία φαίνεται ότι είναι απόρροια της υπέρτασης και του σακχαρώδη διαβήτη, που θεωρούνται και οι δυο κύριες ασθένειες που οδηγούν σε ΧΝΑ.
Κάνοντας μια αποτίμηση των ευρημάτων της αναδρομικής αυτής μελέτης διαπιστώνουμε τα εξής:
Οι άνδρες αιμοκαθαιρόμενοι είναι περισσότεροι από τις γυναίκες. Όμως, αν αυτό τεθεί ως ερώτημα, ίσως να μην είναι και τόσο καινοτόμο, μιας και υπάρχουν εθνικά δεδομένα πάνω σε αυτό. Ίσως οι μελλοντικές μελέτες τόσο εγχώριες όσο και διεθνείς, να πρέπει να επικεντρωθούν και να εμβαθύνουν περισσότερο στις διαφορές ως προς το φύλο, κάτι το οποίο μπορεί να αποτελέσει και παράγοντα για τη μελλοντική θεραπεία των ασθενών με έκπτωση της νεφρικής λειτουργίας, αλλά και για την εξίσωση της πρόσβασης των γυναικών στην αιμοκάθαρση.
Περαιτέρω, ίσως διερεύνηση -σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία που έχουν προκύψει από την παρούσα μελέτη-, να χρειάζεται στο ότι οι περισσότεροι ασθενείς που βρίσκονταν στην αιμοκάθαρση, ανήκαν στις ομάδες αίματος Α+ και 0+, μιας και δεν υπάρχουν σχετικές αναφορές τόσο στην ελληνική όσο και στη διεθνή βιβλιογραφία. Κάτι όμως που μπορεί να είναι αρκετά χρονοβόρο και συνάμα δύσκολο, μιας και για να πραγματοποιηθεί μια τέτοια μελέτη χρειάζεται να διερευνηθεί σε σχέση με το γενικό πληθυσμό.
Τα ευρεθέντα αποτελέσματα που αναφέρονται στις αιτίες εισαγωγής των ασθενών στο νοσοκομείο, αλλά και στις αιτίες που συνήθως προκαλούν το θάνατο τους, μπορούν να χρησιμοποιηθούν προς όφελος τόσο του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού όσο και των ίδιων των ασθενών, για το λόγο ότι γνωρίζοντας αυτά τα αίτια, μπορούν να υλοποιήσουν ένα σχέδιο φροντίδας, το οποίο θα τους βοηθήσει στη μείωση αυτών των αιτιών. Επειδή η πρωτογενής αιτία θανάτου αυτών των ασθενών, δηλαδή των ασθενών που τελούν υπό αιμοκάθαρση, είναι τα καρδιολογικά αίτια, ίσως να ήταν φρόνιμο οι μονάδες εξωνεφρικής κάθαρσης να επανδρωθούν ή να συνεργάζονται στενά με καρδιολόγο, ο οποίος να μπορεί να εξετάζει αυτούς τους ασθενείς συχνότερα. Σαν δευτερογενής αίτια τόσο στις εισαγωγές όσο και στους θανάτους αναφέρονται οι λοιμώξεις. Μεγάλη ευθύνη για αυτό, ενδέχεται να έχει το ιατρονοσηλευτικό προσωπικό. Θα πρέπει λοιπόν να διενεργούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα σεμινάρια για την υγιεινή των χεριών κάτι το οποίο παραλείπεται συχνά από τους επαγγελματίες υγείας και αναγνώρισης των σημείων που υποδηλώνουν λοίμωξη, καθώς και του σωστού τρόπου περιποίησης ενός κεντρικού φλεβικού καθετήρα μιας και τον φέρουν αρκετοί αιμοκαθαιρόμενοι ασθενείς.
Εν κατακλείδι, το να γίνουν μελλοντικά και άλλου τέτοιου είδους μελέτες, αυτές θα προσθέσουν κάποια λιθαράκια στην εξέλιξη της ιατρικής όσο και της νοσηλευτικής επιστήμης, τα οποία θα λειτουργήσουν με θετικό όφελος προς τους ασθενείς.
Βιβλιογραφία