Οι ερευνητές, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό βιοϊατρικής «Stem Cells Translational Medicine», πραγματοποίησαν τυχαιοποιημένη, διπλά τυφλή και ελεγχόμενη κλινική δοκιμή σε 24 νοσηλευόμενους ασθενείς με πολύ σοβαρή Covid-19 και οξέα αναπνευστικά προβλήματα. Κάθε συμμετέχων έλαβε δύο δόσεις μεσεγχυματικών βλαστοκυττάρων των 100 εκατομμυρίων κυττάρων η κάθε μία, με διαφορά τριών ημερών μεταξύ τους, ή ένα εικονικό φάρμακο (πλασίμπο).
Διαπιστώθηκε ότι η θεραπεία ήταν ασφαλής, μείωσε τον κίνδυνο θανάτου και επέσπευσε τον χρόνο ανάρρωσης, σε σχέση με την ομάδα ελέγχου που δεν είχε κάνει τη θεραπεία. Η επιβίωση των ασθενών που έκαναν τη θεραπεία, έφθασε το 91% σε βάθος ενός μήνα, έναντι μόνο 42% για την ομάδα ελέγχου. Όλοι οι ασθενείς κάτω των 85 ετών (100%) ήσαν ζωντανοί ένα μήνα μετά τη θεραπεία. Περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς που έκαναν τη θεραπεία, ανέκαμψαν και γύρισαν στο σπίτι τους παίρνοντας εξιτήριο από το νοσοκομείο μέσα σε δύο εβδομάδες από το τέλος της θεραπείας. Πάνω από το 80% των ασθενών που έκαναν τη θεραπεία, είχαν αναρρώσει μετά από 30 μέρες, έναντι μόνο 37% των ασθενών στην ομάδα ελέγχου.
Πρόκειται για μια μοναδική πηγή κυττάρων που βρίσκεται υπό μελέτη για πιθανή χρήση σε διάφορες εφαρμογές κυτταρικώνν θεραπειών, σε οποιαδήποτε περίπτωση χρειάζεται τροποποίηση της ανοσιακής απόκρισης ή της φλεγμονώδους αντίδρασης. Η εν λόγω θεραπεία μελετάται σε συνεργασία με επιστήμονες από την Κίνα εδώ και πάνω από δέκα χρόνια στην περίπτωση του διαβήτη τύπου 1, ενώ ήδη υπάρχουν περισσότερες από 260 κλινικές δοκιμές της για τη θεραπεία άλλων αυτοάνοσων παθήσεων», δήλωσε ο κύριος ερευνητής, καθηγητής ιατρικής Καμίλο Ρικόρντι.
Τα μεσεγχυματικά κύτταρα όχι μόνο βοηθούν στην αποκατάσταση των ανοσιακών και φλεγμονωδών αντιδράσεων (είναι συχνό φαινόμενο στη σοβαρή Covid-19 η υπεραντίδραση του οργανισμού, γνωστή και ως «καταιγίδα κυτταροκινών»), αλλά επίσης έχουν αντιμικροβιακή δραστηριότητα και ακόμη ευνοούν την αναγέννηση των ιστών, σύμφωνα με τους ερευνητές. Όταν χορηγούνται ενδοφλέβια, τα κύτταρα αυτά φθάνουν στους πνεύμονες και βοηθούν στην αποκατάσταση των βλαβών των ασθενών Covid-19 με οξύ αναπνευστικό σύνδρομο, μια επικίνδυνη επιπλοκή λόγω σοβαρής φλεγμονής και συσσώρευσης υγρών στους πνεύμονες.
«Τα αποτελέσματα μας επιβεβαιώνουν την ισχυρή αντιφλεγμονώδη και ανοσοτροποποιητική δράση των μεσεγχυματικών βλαστοκυττάρων από ομφάλιο λώρο. Αυτά τα κύτταρα ξεκάθαρα μπόρεσαν να καταστείλουν την ‘καταιγίδα κυτταροκινών’, ένα βασικό γνώρισμα της σοβαρής Covid-19. Τα αποτελέσματα είναι άκρως σημαντικά όχι μόνο για την Covid-19, αλλά επίσης για άλλες νόσους που χαρακτηρίζονται από αφύσικες και υπερφλεγμονώδεις αντιδράσεις, όπως στην περίπτωση του αυτάνοσου διαβήτη τύπου 1», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής, επίκουρος καθηγητής Τζιάκομο Λαντσόνι.
Όμως η ευρύτερη επιστημονική κοινότητα είχε αντιμετωπίσει με σκεπτικισμό αυτές τις αναφορές, επειδή καμία μελέτη δεν ήταν τυχαιοποιημένη (τυχαία επιλογή ασθενών για τη θεραπεία), ούτε ελεγχόμενη με πλασίμπο. Η αμερικανική κλινική δοκιμή, μετά από έγκριση της Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) των ΗΠΑ τον Απρίλιο, έρχεται να επιβεβαιώσει την αποτελεσματικότητα της θεραπείας κατά του κορονοϊού.
Το επόμενο βήμα θα είναι η μελέτη των βλαστοκυττάρων σε ασθενείς που δεν έχουν ακόμη αρρωστήσει σοβαρά από Covid-19, αλλά ανήκουν σε ομάδα κινδύνου για διασωλήνωση, ώστε να διαπιστωθεί κατά πόσο η θεραπεία αποτρέπει επίσης την επιδείνωση της νόσου.
Ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη μια μεγαλύτερη κλινική δοκιμή της θεραπείας. Εωσότου εγκριθεί από τη FDA για ευρύτερη χρήση, η θεραπεία βλαστοκυττάρων θα είναι διαθέσιμη σε αμερικανικά νοσοκομεία για μεμονωμένες πολύ σοβαρές περιπτώσεις Covid-19.
Στη κλινική δοκιμή της θεραπείας συμμετείχε ο δρ Δημήτρης Κουρούπης, επίκουρος καθηγητής από πέρυσι τον Νοέμβριο στην Ιατρική Σχολή Miller του Πανεπιστημίου του Μαϊάμι, απόφοιτος του Τμήματος Βιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (2006), με διδακτορικό στην αναγεννητική ιατρική από το βρετανικό Πανεπιστήμιο του Λιντς (2012).
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
http://dx.doi.org/10.1002/sctm.20-0472
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Παύλος Δρακόπουλος