Ειδικά για τους νεφροπαθείς που είναι στο τελικό στάδιο η κοινωνική ζωή επηρεάζεται από τις θεραπείες που συχνά είναι υπό δοκιμή ανάλογα με την υγεία και τον οργανισμό του ασθενούς. Όλα αυτά είναι δυνατό να επιδρούν αρνητικά στις καθημερινές και κοινωνικές τους δραστηριότητες (Creary).
Επίσης, η ανορεξία και η έντονη εξασθένηση τους αναγκάζει πολλές φορές να κάνουν εισαγωγές σε κάποιο νοσοκομείο.
Όταν ο ασθενής υποβάλλεται σε αιμοκάθαρση 2-3 φορές την εβδομάδα δεν είναι σε θέση να σκεφτεί τις παρέες του και τις κοινωνικές του υποχρεώσεις και φυσικά δεν είναι στην κατάλληλη κατάσταση να ανταποκριθεί στα κοινωνικά του καθήκοντα. Η κακή σωματική και ψυχολογική κατάσταση τον κρατούν στο σπίτι (Creary,2005).
Το γεγονός πως πολλοί άνθρωποι που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση αδυνατούν να εργαστούν επηρεάζει, επίσης, την κοινωνικότητά τους αφού ο κύκλος των ανθρώπων που είναι γύρω τους περιορίζεται και άλλο και οι ήδη υπάρχοντες φίλοι και συγγενείς έχουν τα δικά τους προβλήματα και τις δικές τους υποχρεώσεις και δεν είναι δυνατό να είναι συνέχεια στο πλευρό του κάθε φορά που τους χρειάζεται. Και αυτές οι φορές είναι πάρα πολλές.
Άλλα κοινωνικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αιμοκαθαιρώμενοι είναι ότι δεν έχουν την πολυτέλεια να κανονίσουν διακοπές αφού η αιμοκάθαρση είναι ανά τακτά χρονικά διαστήματα, δεν μπορούν να κάνουν παιδιά και να δημιουργήσουν την δική τους οικογένεια (ακόμα και αν μπορούν δεν το επιδιώκουν για να μην επιβαρύνουν και άλλα άτομα με τη φροντίδα τους) και η αναμονή για ένα μόσχευμα που συνοδεύεται από έντονο αίσθημα εκνευρισμού και απαισιοδοξίας.
Πρέπει να είναι πάντα κοντά σε μονάδα τεχνητού νεφρού κα αυτός ο παράγοντας αποτελεί εμπόδιο για μία κανονική κοινωνική ζωή (Καϊτελίδου και συν , 2007).Η ευερεθιστότητα και ο εκνευρισμός συχνά διοχετεύονται προς το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό αλλά και στα άτομα της οικογένειας και του φιλικού περιβάλλοντος.
Έχοντας χαμηλή αυτοεκτίμηση και με αισθήματα κατωτερότητας, τα οποία οδηγούν πολλές φορές και στην αυτοκτονία οι ασθενείς αδιαφορούν για τον κοινωνικό τους περίγυρο. Συχνά, οι ασθενείς δεν επιθυμούν να δένονται και πάρα πολύ ψυχικά με τους συνανθρώπους τους αφού είναι βέβαιο πως σύντομα θα τους στερηθούν και δεν θέλουν να τους στενοχωρήσουν περισσότερο. Προτιμούν να είναι αποστασιοποιημένοι και ήρεμοι (Καϊτελίδου και συν , 2007)
Ακόμα και ο οίκτος δεν είναι η επιθυμητή αντίδραση για τους ασθενείς που θέλουν να νιώσουν ότι έχουν μία φυσιολογική ζωή αλλά κατά βάθος ξέρουν πως είναι ανέφικτο.
Από την άλλη καμία συμπεριφορά δεν θεωρείται κατάλληλη αφού και όταν οι άλλοι φέρονται σα να μη συμβαίνει τίποτα και να είναι όλα φυσιολογικά οι νεφροπαθείς το εκλαμβάνουν ως αδιαφορία και αναισθησία εκ μέρους τους. Η μόνιμη κατάσταση, την οποία βιώνουν δεν τους αφήνει να σκεφτούν λογικά και να μπουν κι αυτοί με τη σειρά τους στη θέση των άλλων ανθρώπων που αισθάνονται συχνά αμήχανα (Καϊτελίδου και συν , 2007).
Η χειρότερη δυνατή κατάσταση εντοπίζεται στο τελικό στάδιο, κατά το οποίο η μεταμόσχευση κρίνεται ως η μοναδική λύση και ο ασθενής το μόνο που κατορθώνει να σκέφτεται είναι ότι θα πεθάνει.
Στο στάδιο αυτό οι συνηθισμένες αντιδράσεις είναι δύο: ο ασθενής προσπαθεί να αποκαταστήσει τις κοινωνικές του σχέσεις ώστε να μην φύγει με τύψεις και ενοχές για την κακή του συμπεριφορά ή απομακρύνεται από όλους και απλά περιμένει το τέλος (Καϊτελίδου και συν, 2007).
Ειδικά με το νοσηλευτικό προσωπικό οι ασθενείς έρχονται συχνά σε αντιπαράθεση αφού είναι οι άνθρωποι, με τους οποίους έρχονται συχνά σε επαφή και αντιπροσωπεύουν τους ανθρώπους που τους «βασανίζουν» και τους καταδιώκουν καθημερινά με τα όργανα που χρησιμοποιούν.
Επίσης, η οικειότητα που αναπτύσσεται σταδιακά τους κάνει να τους θεωρούν μέλη της οικογενείας τους και επομένως, οι σχέσεις μπορεί να είναι και πιο ελεύθερες για τσακωμούς και διαφωνίες. Αν και το νοσηλευτικό προσωπικό είναι προετοιμασμένο να δέχεται τα παράπονα και τις διαμαρτυρίες των ασθενών, συχνά οι σχέσεις διαταράσσονται ή και διακόπτονται.
ΠΗΓΗ: Γεωργοπούλου Βασιλική -Δήμητρα, Βρόντζου Αφροδίτη