Διάφορα εμπειρικά δεδομένα αποδεικνύουν πως οι ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση βιώνουν σημαντικές ψυχολογικές και συναισθηματικές αλλαγές, καθώς αντιμετωπίζουν τη συμπτωματολογία της ασθένειας, ένα αβέβαιο μέλλον και την εξάρτηση από τα μηχανήματα και τους παρόχους της περίθαλψης.
Η επίδραση στην ψυχολογία των ασθενών κυμαίνεται από απλές ενδείξεις ψυχολογικής καταπόνησης και αρνητικού συναισθήματος, ως και σοβαρές ψυχιατρικές διαταραχές.
Συνήθη ψυχολογικά συμπτώματα στους ασθενείς υπό αιμοκάθαρση είναι το άγχος και η κόπωση.
Άλλα συμπτώματα σχετιζόμενα με την αιμοκάθαρση είναι η υπνηλία κατά τη διάρκεια της ημέρας, η αποφρακτική και κεντρική άπνοια του ύπνου και το σύνδρομο των ανήσυχων ποδιών. Οι διαταραχές αυτές επηρεάζουν την ποιότητα του ύπνου και επιδρούν άμεσα στη ψυχική-συναισθηματική κατάσταση και στην ποιότητα ζωής των ασθενών.
Η κατάθλιψη αποτελεί μία από τις βασικότερες ψυχολογικές επιπτώσεις σε ασθενείς πάσχοντες από χρόνιες νόσους. H αιτιολογία της αντιστοιχεί σε κοινωνικοψυχολογικούς παράγοντες, σε βιολογικούς, όπως στα επίπεδα των κυτταροκινών, στην πιθανή γενετική προδιάθεση και στην επίδραση της ουραιμίας στους νευροδιαβιβαστές.
Η ύπαρξη της κατάθλιψης αποτελεί μία σημαντική τροχοπέδη στη συμμόρφωση με τη θεραπεία, ενώ εμπειρικές μελέτες έχουν συνδέσει την κατάθλιψη σε νεφροπαθείς ασθενείς με την επιδείνωση του ανοσοποιητικού τους συστήματος. Η κατάθλιψη έχει σημαντική συσχέτιση με τη θνησιμότητα ενώ σχετίζεται με χαμηλότερα επίπεδα της αντιληπτής κοινωνικής στήριξης στους αιμοκαθαιρόμενους. Για τη θεραπεία της κατάθλιψης συνίσταται φαρμακευτική αγωγή, ψυχοθεραπεία και ηλεκτροσπασμοθεραπεία.
Πιο συγκεκριμένα, έρευνα σε ασθενείς υπό αιμοκάθαρση στο Ισραήλ εντόπισε στο δείγμα υψηλά επίπεδα ψυχολογικής δυσφορίας, εχθρότητας, αγχώδους φοβίας και δυσκολίες στη συμμόρφωση με τη θεραπεία. Άλλη έρευνα αναφέρει πως οι ασθενείς σε περιτοναϊκή κάθαρση βιώνουν ψυχικά συμπτώματα, όπως εχθρότητα και παρανοϊκό ιδεασμό, σε διαφορετική συχνότητα ανάλογα με την ηλικία, το φύλο, τις αντιλήψεις για την ασθένεια και τον τρόπο που η νόσος επηρεάζει τη ζωή τους.
Το συναίσθημα της ματαίωσης που απορρέει από την εξάρτηση μπορεί να οδηγήσει σε αμφιθυμία, θυμό, οργή και επιθετικότητα. Επιπροσθέτως, έχει παρατηρηθεί καταχρηστική και βίαιη συμπεριφορά από τους ασθενείς προς τα μέλη της οικογένειάς τους, γεγονός που αποτελεί ένα σημαντικό πρόβλημα σε ορισμένες μονάδες αιμοκάθαρσης.
Μία έρευνα σε νοσηλευτές νεφρολογίας στο Ηνωμένο Βασίλειο ανέφερε ότι το 80% των ερωτηθέντων είχε βιώσει κάποια μορφή βίας ή επιθετικότητας κατά τη διαδικασία της αιμοκάθαρσης εντός των τελευταίων μηνών.
Υπολογίζεται πως 2 στους 1000 ασθενείς υπό αιμοκάθαρση αυτοκτονούν, αν και ερευνητές θεωρούν πως το ποσοστό είναι πολύ υψηλότερο από το αναφερόμενο. Οι πιθανότητες αυτοκτονίας είναι 10-25% υψηλότερες από το γενικό πληθυσμό, ενώ αναφέρεται πως οι αιμοκαθαιρόμενοι έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση σε τρόπους επίτευξης της.
Η προσωπικότητα των ασθενών υπό αιμοκάθαρση επιδρά στον τρόπο αντίδρασης τους στη χρόνια νόσο και στη θεραπεία τους, ενώ οι διαστάσεις της προσωπικότητας (νευρωτισμός, ψυχωτισμός και εσωστρέφεια-εξωστρέφεια) διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό στους ασθενείς που υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση σε σχέση με τα υγιή άτομα.
Η φύση της νόσου και οι παρενέργειες της αιμοκάθαρσης βάλλουν την ψυχοσύνθεση των ασθενών που καλούνται να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της θεραπείας και τις πιθανές επιπλοκές της. Οι διατροφικές αλλαγές και η αγγειακή προσπέλαση επιδρούν αρνητικά στην ψυχολογική κατάσταση των ασθενών σε αιμοκάθαρση. Ο περιορισμός της διατροφικής ποικιλίας εντείνει τη στέρηση και τον περιορισμό που βιώνουν οι νεφροπαθείς, ενώ υφίσταται υψηλός κίνδυνος υποσιτισμού λόγω της απώλειας των πρωτεϊνών, αμινοξέων και άλλων απαραίτητων θρεπτικών συστατικών κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της αιμοκάθαρσης.
Η διαδικασία αυτή ελλοχεύει σημαντικούς κινδύνους, όπως την αγγειακή απόφραξη και τη θρομβοφιλία. Η θεραπεία της αιμοκάθαρσης επηρεάζει την εικόνα του σώματος και την εικόνα του εαυτού, όπως την εκλαμβάνει ο ίδιος ο ασθενής. Η χρήση συρίγγων ή καθετήρα και η λήψη ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων συμβάλλουν στη σωματική αλλαγή, επιβαρύνοντας την αυ-τοαποδοχή και την αυτοεκτίμηση.
Τελικώς η αρνητική εικόνα του εαυτού επηρεάζει τις διαπροσωπικές και σεξουαλικές σχέσεις, γεγονός που εντείνεται με τις σεξουαλικές δυσλειτουργίες και την υπογονιμότητα που προκαλεί η αιμοκάθαρση και στα δύο φύλα, ενώ υπήρχαν περιπτώσεις όπου ο ασθενής απέφευγε να συνάψει συντροφική σχέση επιτείνοντας την κοινωνική του απομόνωση.
ΠΗΓΗ:
Ευαγγελία Μωυσιάδου, Νοσηλεύτρια ΠΕ, Msc, PhD(c), Γενικό Νοσοκομείο Αττικής Σισμανόγλειο – Αμαλία Φλέμινγκ
Γεώργιος Καλλέργης, Επίκουρος Καθηγητής Ψυχιατρικής Τμήμα Νοσηλευτικής, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα