Ι.Δρούλιας, ΠΓΝΑ Σισμανόγλειο-Α.Φλέμιγκ Νοσ.Μονάδα Α.Φλέμιγκ, Αθήνα, London Bridge Hospital, London, UK
Ι.Κουτής, ΠΓΝ Θριάσιο, Ελευσίνα
Α.Σταυρουλόπουλος, ΙΑΣΙΟ Θεραπευτήριο, Αθήνα
Ε.Μωυσιαδου, ΠΓΝΑ Σισμανόγλειο-Α.Φλέμιγκ Νοσ.Μονάδα Α.Φλέμιγκ, Αθήνα
I.Abbs, London Bridge Hospital, London, UK
Άλλες διαταραχές των λιπιδίων που συναντώνται είναι υψηλά επίπεδα LDL λιποπρωτείνης με ελλατωμένα επίπεδα υψηλής πυκνότητας λιποπρωτείνης (HDL). Η LDL χοληστερόλη σχετίζεται με αυξημένη καρδιαγγειακή θνησιμότητα στον γενικό πληθυσμό, παρόμοια δε σχέση φαίνεται να ισχύει και στους αιμοκαθαιρόμενους ασθενείς, τα χαμηλά όμως επίπεδα της συνδέονται με υποθρεψία και αυξημένη θνητότητα. Μέχρι πρόσφατα, η θεραπεία της υπερλιπιδαιμίας στους αιμοκαθαιρόμενους δεν διέφερε από την αντίστοιχη της υπερλιπιδαιμίας των ενηλίκων.
Αντιθέτως, οι διαταραχές των λιποπρωτεινών στους ΑΚ ασθενείς διαφέρουν από αυτές του γενικού πληθυσμού γεγονός που αντικατοπτρίζεται στην ύπαρξη ποικίλων διαφορών στην θεραπεία τους. Όμως, η AURORA μελέτη, μια μεγάλη προοπτική μελέτη που δημοσιεύτηκε το 2009 έδειξε ότι αν και η ροσουβαστατίνη ελλάτωσε την LDL χοληστερόλη στους αιμοκαθαιρόμενους ασθενείς, δεν οδήγησε σε κάποια ελλάτωση της καρδιαγγειακής θνητότητας. Από αυτήν την σημαντική μελέτη και άλλες παρόμοιες προκύπτει ότι υπάρχουν διαφορετικές θεραπευτικές προσεγγίσεις για την υπερλιπιδαιμία των αιμοκαθαιρομένων από τις αντίστοιχες που υπάρχουν για τον γενικό πληθυσμό.
Οι πιο σημαντικές πρωτοπαθείς διαταραχές των λιπιδίων (σχ.1) είναι οι παρακάτω (κατάταξη κατά Frederickson):
Τυπος | Αυξημένη λιποπρωτεΐνη | Φαινότυπος | Αίτιο |
Ι | ↑↑ χυλομικρά | ↑↑ τριγλυκερίδια | – οικογενής ανεπάρκεια λιποπρωτεϊνικής λιπάσης – οικογενής ανεπάρκεια απο-CII |
ΙΙα | ↑↑ LDL | ↑↑ χοληστερόλη | – οικογενής υπερχοληστερολαιμία – οικογενής διαταραχή της από-Β – οικογενής πολυγονιδιακή υπερχοληστερολαιμία – οικογενής συνδυασμένη υπερλιπιδαιμία |
ΙΙb | ↑↑ LDL ↑ VLDL | ↑↑ χοληστερόλη ↑ τριγλυκερίδια | – οικογενής συνδυασμένη υπερλιπιδαιμία |
III | ↑ LDL ↑υπολείμματα χυλομικρών | ↑↑ χοληστερόλη ↑↑ τριγλυκερίδια | – οικογενής δυσ-βήτα-λιποπρωτεϊναιμία |
IV | ↑↑ LDL | ↑ τριγλυκερίδια ↑ ή κφ χοληστερόλη | – οικογενής υπερτριγλυκεριδαιμία – οικογενής συνδυασμένη υπερλιπιδαιμία |
V | ↑↑ χυλομικρά ↑↑ VLDL | ↑↑ τριγλυκερίδια ↑ χοληστερόλη | – οικογενής ανεπάρκεια λιποπρωτεϊνικής λιπάσης – οικογενής ανεπάρκεια απο-CII μαζί με άλλο δευτεροπαθές αίτιο υπερτριγλυκεριδαιμίας: * οικογενής συνδυασμένη υπερλιπιδαιμία * οικογενής υπερτριγλυκεριδαιμία * οικογενής δυσ-βήτα-λιποπρωτεϊναιμία |
Η καρδιαγγειακή νόσος είναι η κύρια αιτία θανάτου στους ΑΚ ασθενείς, οι δε εκτεταμένες αγγειακές ασβεστώσεις στις στεφανιαίες αρτηρίες είναι ένα από τα βασικά αίτια της καρδιαγγειακής νόσου2,3,4.
Οι αγγειακές ασβεστώσεις μπορούν να παρατηρηθούν στον έσω και μέσο χιτώνα των αρτηριών5. Η ασβέστωση του έσω χιτώνα (ΑΕΧ) συνδέεται με αθηροσκληρωτικές βλάβες, και με τον σχηματισμό πλακών και αποφρακτικών βλαβών5. Η ασβέστωση του μέσου χιτώνα (ΑΜΧ) συναντάται σε αρτηρίες μυών και οδηγεί σε μια ελλάτωση της ελαστικότητας του μυικού τοιχώματος παρά σε δημιουργία αποφρακτικών βλαβών3. Η ΑΜΧ συνδέεται περισσότερο με ουραιμία ενώ η ΑΕΧ, καθώς και η ΑΜΧ μπορούν να παρατηρηθούν μαζί σε ΑΚ ασθενείς.
Οι παράγοντες που θεωρούνται υπεύθυνοι για την αιτιοπαθογένεια περιλαμβάνουν αυξημένα επίπεδα οστεογενετικών πρωτεινών όπως η οστεοκαλσίνη, οστεονεκτίνη, αλκαλική φωσφατάση και το κολλαγόνο-1, τα χαμηλά επίπεδα των αναστολέων της αγγειακής ασβέστωσης όπως η Gla-πρωτείνη, οστεοποντίνη, φετουίνη,πυροφωσφορικά και η οστεοπροτεγερίνη,γενετικοί παράγοντες, χρήση υψηλής δοσολογίας βιταμίνης D, υψηλά επίπεδα Ca-P, υπερπαραθυρεοειδισμός, φλεγμονή και η δυσλιπιδαιμία6,7,8,9
Η χρόνια νεφρική νόσος (ΧΝΝ) είναι μια από τις πιο σημαντικές νόσους με αυξανόμενο επιπολασμό παγκοσμίως. Η κύρια αιτία θανάτου σε αυτούς τους ασθενείς είναι η καρδιαγγειακή νόσος (ΚΑΝ)10. Οι καρδιαγγειακοί παράγοντες κινδύνου στους νεφροπαθείς χωρίζονται σε κλασσικούς και μη κλασσικούς (πιν.1)12. Οι κύριοι κλασσικοί παράγοντες κινδύνου περιλαμβάνουν την προχωρημένη ηλικία, σακχαρώδη διαβήτη, νεφρική νόσο, υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, κάπνισμα, άρρεν φύλο, παχυσαρκία, υπερτροφία αριστερής κοιλίας, καθιστική ζωη13,14. Πάντως υπάρχουν μελέτες που δείχνουν ότι κάποιοι από τους κλασσικούς παράγοντες-σε ΑΚ ασθενείς- όπως είναι η υπέρταση και η δυσλιπιδαιμία δεν έχουν γραμμική σχέση με την θνητότητα12. Η σχέση μεταξύ θνητότητας και υπέρτασης και αυξημένης ολικής χοληστερόλης σε αυτή την ομάδα ασθενών είναι U-σχήματος15,16. Η δυσλιπιδαιμία εμφανίζεται και στους κλασσικούς και στους μη κλασσικούς παράγοντες κινδύνου στους ΑΚ ασθενείς και η αιτία είναι ότι,σε αντίθεση με τον γενικό πληθυσμό, υπάρχουν διάφορες διαταραχές λιπιδίων στους ουραιμικούς ασθενείς που αναφέρονται ως ουραιμική δυσλιπιδαιμία.
Κλασσικοί παράγοντες | Μη κλασσικοί παράγοντες |
Προχωρημένη ηλικία | Υπερομοκυστειναιμία |
Σ. Διαβήτης | Οξειδωτικό στρές |
Αρτ.υπέρταση | Φλεγμονή |
Νεφρική νόσος | Αναιμία |
Κάπνισμα | Διαταραχή μεταβολισμού ασβεστίου-φωσφόρου |
Αρρεν φύλο | Ηλεκτρολυτικές διαταραχές |
Παχυσαρκία | Υποθρεψία |
Υπερτροφία αρ. κοιλίας | Διαταραχή ΝΟ/ενδοθηλίνης |
Καθιστική ζωή | Αυξημένα επίπεδα ινωδογόνου |
Δυσλιπιδαιμία (υψηλότερη LDL χοληστερόλη χαμηλότερη HDL χοληστερόλη) | Λοιποί θρομβογόνοι παράγοντες |
Οικογενειακό ιστορικό ΚΑΝ | Δυσλιπιδαιμία |
Στούς ασθενείς με νεφρική ανεπάρκεια, έχουν σήμερα πλήρως περιγραφεί οι διαταραχές των λιπιδίων που αποκλειστικά σε αυτή την κατηγορία των ασθενών ορίζονται ως ουραιμική δυσλιπιδαιμία.17 Πάντως, η σχέση της παθοφυσιολογίας της ουραιμικής δυσλιπιδαιμίας με την διαδικασία της αθηροσκλήρωσης δεν είναι απολύτως γνωστή. Έχει δειχτεί σε μελέτες ότι υπάρχουν διαταραχές σε όλα τα κλάσματα των λιποπρωτεινών στους νεφροπαθείς. Οι παράγοντες που επηρεάζουν αυτές τις διαταραχές περιλαμβάνουν, τον βαθμό της νεφρικής λειτουργίας, την πρωτοπαθή νόσο, την παρουσία νεφρωσικού συνδρόμου, την ύπαρξη θεραπείας υποκατάστασης νεφρικής λειτουργίας (αιμοκάθαρση, περιτοναική κάθαρση) και εάν χορηγούνται φάρμακα σε αυτήν (υπολιπιδαιμικά φάρμακα,σεβελαμέρη,αναστολείς καλσινευρίνης,στεροειδή κ.α) και η παρουσία υποθρεψίας και φλεγμονής18-22.
H διαταραχή του μεταβολισμού των λιπιδίων αρχίζει στα πρώιμα στάδια της ΧΝΝ και συμβάλλει στην ανάπτυξη καρδιαγγειακών επιπλοκών που ενεργοποιούν την διαδικασία της αθηροσκλήρωσης. Οι παράγοντες που συμβάλλουν στον μεταβολισμό των λιπιδίων στα στάδια 1-4 της ΧΝΝ είναι γνωστοί και περιλαμβάνουν τον τύπο της πρωτοπαθούς νεφρικής νόσου, τον βαθμό της πρωτεινουρίας και την χρήση φαρμάκων που επηρεάζουν τον μεταβολισμό των λιπιδίων. Οι κύριες διαταραχές του μεταβολισμού των λιπιδίων που συναντώνται είναι η υπερτριγλυκεριδαιμία, η αύξηση των επιπέδων των λιποπρωτεινών που έχουν κατάλοιπα τριγλυκεριδίων και της λιποπρωτείνης a (Lp (a)) καθώς και πτώση των επιπέδων της HDL-χοληστερόλης. Επιπλέον, με την εξαίρεση του νεφρωσικού συνδρόμου, η ολική (Τ) και η LDL-χοληστερόλη, είναι σε γενικές γραμμές, στα φυσιολογικά επίπεδα στους ασθενείς με ΧΝΝ σταδίων 1-420-22. Αύξηση των επιπέδων LDL-χοληστερόλης παρατηρήθηκε στους ασθενείς με νεφρωσικό σύνδρομο20-22.
Τα λιπίδια μεταφέρονται στο πλάσμα από υδατοδιαλυτά μόρια γνωστά ως λιποπρωτείνες. Πέρα από τα χαρακτηριστικά της μεταφοράς τους, διάφορα ένζυμα του μεταβολισμού των λιπιδίων χρησιμεύουν επίσης ως πλατφόρμες χημικών αντιδράσεων των λιπιδίων. Οι λιποπρωτείνες περιλαμβάνουν έναν πυρήνα που συνίσταται από μη πολικά λιπίδια όπως τα τριγλυκερίδια και η χοληστερόλη και περιβάλλεται από έναν σχηματισμό ο οποίος αποτελείται από πολικά λιπίδια όπως οι απολιποπρωτείνες και τα φωσφολιπίδια. Οι απολιποπρωτείνες αλληλοαντιδρούν η μία με την άλλη όπως και κάποιοι υποδοχείς, που επιτρέπουν συγκεκριμένα είδη λιπιδίων να προστίθενται ή να αφαιρούνται από την λιποπρωτείνη. Έτσι έχουν ευεργετική δράση στις καταλυτικές και δομικές λειτουργίες των απολιποπρωτεινών και συμβάλλουν στον σχηματισμό των κυρίων λιποπρωτεινών μεσω της εξωγενούς και ενδογενούς οδού σχηματισμού λιπιδίων. Οι κύριες λιποπρωτείνες του πλάσματος είναι οι HDL, LDL, IDL και οι, VLDL που εξαρτώνται από τις λειτουργίες τους και τις δομές των μορίων τους22,23.
Εξωγενής οδός: Τριγλυκερίδια και χοληστερόλη απορροφώνται στο γαστρεντερικό σωλήνα και συνδέονται μεταξύ τους για να σχηματίσουν τα χυλομικρά που εισέρχονται στη κυκλοφορία του αίματος. Στους περιφερικούς ιστούς που περιέχουν λιποπρωτεινική λιπάση τα τριγλυκερίδια των χυλομικρών διασπώνται σε λιπαρά οξέα και γλυκερίνη. Τα χυλομικρά γίνονται μικρότερα και ονομάζονται υπολείμματα χυλομικρών. Άδεια μόρια HDL παράγονται σαν υποπροϊόν της ανωτέρω διαδικασίας. Στη συνέχεια τα υπολείμματα χυλομικρών προσλαμβάνονται από το ήπαρ μέσω του υποδοχές των υπολειμμάτων και μεταβολίζονται σε ελεύθερα λιπαρά οξέα και χοληστερίνη.
Ενδογενής οδός: Ελεύθερα λιπαρά οξέα και χοληστερόλη που φθάνουν στο ήπαρ ήνεοσχηματίζονται στο ήπαρ, επανασυντίθενται σε λιποπρωτείνες VLDL. Οι VLDL εισέρχονται στην κυκλοφορία του αίματος μεταξύ των γευμάτων και ταξιδεύουν στους περιφερικούς ιστούς. Στους περιφερικούς ιστούς που περιέχουν λιποπρωτεινική λιπάση τα τριγλυκερίδια των χυλομικρών διασπώνται σε λιπαρά οξέα και γλυκερίνη. Οι VLDL γίνονται μικρότερες και ονομάζονται IDL. Άδεια μόρια HDL παράγονται σαν υποπροϊόν της ανωτέρω διαδικασίας. Οι IDL εισέρχονται στο ήπαρ από τη κυκλοφορία του αίματος. Στη συνέχεια μετατρέπονται σε LDL μέσω της ηπατικής λιπάσης (αφαίρεση τριγλυκεριδίων έτσι οι LDL γίνονται πλούσιες σε χοληστερίνη). Οι LDL εισέρχονται στη κυκλοφορία και προσλαμβάνονται από τους ιστούς μέσω των LDL υποδοχέων
Στην ΑΚ υπάρχουν δύο παράγοντες που τροποποιούν το λιπιδαιμικό προφίλ των ασθενών, το φίλτρο ΑΚ, τα διττανθρακικά και η χρήση ηπαρίνης στο κύκλωμα. Σε μια μελέτη, εξι εβδομάδες μετά την μετάβαση από χαμηλής διαπερατότητας μεμβράνη σε υψηλής διαπερατότητας μεμβράνη οι Blankestijn et al παρατήρησαν ελλάτωση των επιπέδων τριγλυκεριδίων και VLDL και μια αντίστοιχη αύξηση των επιπέδων της HDL24. Οι Docci et al. έδειξαν ότι οι μεμβράνες πολυσουλφόνης έχουν πιο θετική επίδραση στο προφίλ των λιπιδίων σε σύγκριση με τις μεμβράνες κουπροφάνης25.Υπάρχουν επίσης μελέτες που έδειξαν ότι οι υψηλής διαπερατότητας μεμβράνες πολυσουλφόνης ελλατώνουν την οξειδωτική LDL27. Οι Schiffl και Lang ανέλυσαν την επίδραση της «καθαρότητας» του φίλτρου στην δυσλιπιδαιμία και συγκεκριμένα απέδειξαν ότι το «υπερκαθαρό» υγρό του διαλύματος της αιμοδιαδιήθησης φέρει βελτίωση στην δυσλιπιδαιμία26. Τέλος, έχει δειχτεί ότι και ο τύπος της μεμβράνης και ο τύπος της ηπαρίνης που χρησιμοποιούνται στην ΑΚ δεν είχαν καμία επίδραση στις παραμέτρους των λιπιδίων28
Εκτός της «καθαρότητας» του φίλτρου έχει μελετηθεί η επίδραση των οξικών και των διττανθρακικών και ειδικότερα έχει δειχτεί η θετική επίδραση της χρήσης του διαλύματος με διττανθρακικά στο προφίλ των λιπιδίων29.
Μια άλλη παράμετρος που θεωρείται ότι επηρεάζει το προφίλ των λιπιδίων στην διάρκεια της ΑΚ είναι η χρήση της ηπαρίνης. Είναι γνωστό ότι η ηπαρίνη προκαλεί απελευθέρωση της λιποπρωτεινικής λιπάσης από το ενδοθήλιο. Συνεπώς η χρόνια χρήση της ηπαρίνης οδηγεί σε ελλάτωση της λιποπρωτεινικής λιπάσης20 και αύξηση τριγλυκεριδίων. Έχει αναφερθεί ότι η χρήση της ηπαρίνης δεν έχει καμία επίδραση στα επίπεδα της λιποπρωτεινικής λιπάσης30 ενώ την ίδια στιγμή υπάρχουν επίσης μελέτες που καταδεικνύουν την αρνητική επίδραση της ηπαρίνης στα επίπεδα της λιποπρωτεινικής λιπάσης και στις παραμέτρους των λιπιδίων31-33. Σε σχέση με την χαμηλού μοριακού βάρους ηπαρίνη (ΧΜΒΗ) έχει περιγραφεί σημαντική ελλάτωση των επιπέδων της ολικής χοληστερόλης, των LDL και Apo B κατά την μετάβαση από την κλασσική ηπαρίνη στην ΧΜΒΗ ηπαρίνη σε υπερλιπιδαιμικούς ΑΚ ασθενείς34. Αντιθέτως, σε άλλες μελέτες έχει δειχτεί ότι η χρήση της ΧΜΒΗ σε διαβητικούς υπερλιπιδαιμικούς ΑΚ ασθενείς προκαλεί ελλάτωση των επιπέδων των τριγλυκεριδίων και της VLDL χοληστερόλης35. Σε μια άλλη μελέτη έχει δειχτεί ότι η χρήση της ΧΜΒΗ προκαλεί ελλατωση των επιπέδων της LDL χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων36. Συμπερασματικά, η επίδραση και του τύπου της μεμβράνης και του τύπου της ΑΚ είναι υπό συζήτηση και είναι σαφές ότι απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για την επίδραση της ΑΚ στον μεταβολισμό των λιποπρωτεινών στους ΑΚ ασθενείς.
H LDL είναι η μεγαλύτερη πηγή εξωκυττάριας χοληστερόλης στους ΑΚ ασθενείς, ενώ στους ασθενείς με ΧΝΝ χωρίς πρωτεινουρία, τα επίπεδα της LDL και της χοληστερόλης είναι χαμηλά ή φυσιολογικά37,38,22. Αν και τα επίπεδα της LDL είναι φυσιολογικά ή χαμηλά, τα επίπεδα της LDL χαμηλής πυκνότητας με υψηλή αθηρωμάτωση είναι υψηλά39. Επιπλέον, υπάρχει αύξηση της οξειδωμένης LDL, που θεωρείται ότι συνδέεται με αυξημένη καρδιαγγειακή θνητότητα.
Σε μεγάλη πολυκεντρική μελέτη40 που έγινε στις ΗΠΑ με 1418 ΑΚ ασθενείς βρέθηκε σχέση μεταξύ χαμηλής LDL (<70 mg/dl) -που είχε περίπου το 50% των ΑΚ ασθενών- και υψηλότερου κινδύνου θνησιμότητας, εξαγόμενη με πολυπαραγοντική ανάλυση. Στις υποκατηγορίες των ασθενών που συμμετείχαν στην μελέτη, οι παραπάνω παράδοξες σχέσεις υφίσταντο στις περισσότερες υποκατηγορίες, αν και είχαν την τάση να είναι εντονότερες στους υπολευκωματιναιμικούς ασθενείς (<3.8 mg/dl) και σε αυτούς με χαμηλή πρόσληψη πρωτείνης (<1 g/kg την ημέρα). Πάντως στην ίδια μελέτη οι ασθενείς με υψηλή LDL (>100 mg/ml) σχετίζονται με θνησιμότητα από καρδιαγγειακά αίτια (95% διάστημα εμπιστοσύνης 1.12 to 2.38; P = 0.02),μάλιστα με περίπου διπλάσιο κίνδυνο θνησιμότητας από καρδιαγγειακά αίτια (σχ.4).
Σε μελέτη έχει δειχτεί ότι οι παραπάνω παράδοξες σχέσεις είναι το αποτέλεσμα συγχυτικών παραγόντων μέσω του συνδρόμου υποθρεψίας-φλεγμονής (καχεξίας) και δείχτηκε ότι η θεραπευτική παρέμβαση με υπολιπιδαιμικά φάρμακα βελτίωσε την επιβίωση των αιμοκαθαιρομένων ασθενών41. Παρόλα αυτά, σε άλλη μελέτη στην Γερμανία, γνωστή ως 4D Study42, δεν είχε φανεί κανένα όφελος επιβίωσης ή γενικότερο όφελος ως αποτέλεσμα υπολιπιδαιμικής θεραπείας στην οποία χορηγείται ατορβαστατίνη σε ΑΚ ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη.
Όπως εχει καταδειχτεί σε διάφορες μελέτες στο παρελθόν, οι Mahrooz et al. Βρήκαν υψηλά επίπεδα οξειδωμένης LDL στους ΑΚ ασθενείς. Πάντως, τα ευρήματα από μελέτες που αφορούν την σχέση ανάμεσα στα επίπεδα της οξειδωμένης LDL και στην νοσηρότητα και θνητότητα είναι αντικρουόμενα. Οι Asamiya et al. Έδειξαν ότι ο λόγος οξειδωμένης LDL/LDLχοληστερόλης είναι υψηλότερος σε ασθενείς με ασβεστώσεις στεφανιαίων αρτηριών43. Έχει αναφερθεί επίσης ότι οι συγκεντρώσεις και της οξειδωμένης LDL και της μη οξειδωμένης LDL σχετίζονται με θνητότητα44. Σε άλλη μελέτη, έχει αναφερθεί χαμηλή οξειδωμένη LDL στους ΑΚ ασθενείς αλλά υψηλός τίτλος αντισωμάτων έναντι της οξειδωμένης LDL αλλά ο λόγος οξειδωμένης LDL/αντισώματα έναντι της οξειδωμένης LDL μπορεί να αποβεί ενας χρήσιμος προγνωστικός δείκτης για καρδιαγγειακά συμβάματα45.
Αξίζει να τονιστεί ότι έχουν γίνει ήδη μελέτες που δείχνουν ότι η LDL είναι ένα μόριο μικρού μεγέθους και υψηλής πυκνότητας στους ΑΚ ασθενείς που έχει δειχτεί ότι σχετίζεται με την θνητότητα αλλά και με την αυξημένη συχνότητα της εμφάνισης στεφανιαίας νόσου στην συγκεκριμένη κατηγορία των ασθενών46,47. Συμπερασματικά, τα επίπεδα της, LDL είναι φυσιολογικά ή χαμηλά, ενώ τα επίπεδα των κλασμάτων της LDL (οξειδωμένη LDL, πυκνή LDL μικρού μεγέθους) είναι υψηλότερα στην κατηγορία των ΑΚ ασθενών.
Η λιποπρωτείνη (a) ) (Lp (a)) είναι παρόμοιο μόριο με την LDL. Διαχωρίζεται από την LDL από την παρουσία της απολιποπρωτείνης(a) (Apo (a)). Η Apo a συνδέεται με την Apo B-100 με δισουλφιδικούς δεσμούς. Λόγω της ομοιότητας της Apo a με το πλασμινογόνο θεωρείται ότι συμβάλλει στην θρομβογένεση αναστέλλοντας την ινωδόλυση της Lp (a)17,48.
Υπάρχουν πολλές μελέτες που δείχνουν ότι υπάρχει σχέση μεταξύ της αυξημένης Lp (a) και των καρδιαγγειακών συμβαμάτων στον γενικό πληθυσμό49 ως επίσης και παρόμοιες μελέτες με ίδια αποτελέσματα στους ΑΚ ασθενείς50,51. Διάφορες κλινικές μελέτες έχουν ερευνήσει την σχέση μεταξύ του μεγέθους της Apo a και των επιπέδων της Lp (a). Έχει βρεθεί σχέση ανάμεσα στις ισομορές χαμηλού μοριακού βάρους (ΧΜΒ) της Apo a και των αυξημένων επιπέδων της Lp (a)52.
Η σχέση ανάμεσα στον φαινότυπο της Apo (a) και των αυξημένων επιπέδων της Lp (a) στους ΑΚ ασθενείς είναι υπό διερεύνηση50,53, αν και σε μελέτες βρέθηκαν αυξημένα επίπεδα Lp (a) και της Apo (a)48,51, ενώ σε μια ακόμη μελέτη βρέθηκε ότι ο φαινότυπος της ΧΜΒ Apo (a) είναι ανεξάρτητος προγνωστικός δείκτης για καρδιαγγειακή νόσο (ΚΑΝ)53. Στον αντίποδα, υπάρχει μελέτη που δείχνει ότι το μέγεθος της Apo (a) δεν σχετίζεται με την αυξημένη Lp (a) και τα καρδιαγγειακά συμβάματα54. Συμπερασματικά, ενώ φαίνεται να είναι μη πλήρως διευκρινισμένη η σχέση μεταξύ της αυξημένης Lp (a) και του μεγέθους της Apo (a), η αυξημένη Lp (a) θεωρείται ένας ιδιαίτερα σοβαρός παράγοντας καρδιαγγειακού κινδύνου για τους ΑΚ ασθενείς.
Τα HDL σωματίδια παράγονται στο ήπαρ (κυρίως υπό τη μορφή της ApoA1 που στη συνέχεια προσλαμβάνει στην κυκλοφορία φωσφολιπίδια και χοληστερόλη από τις κυτταρικές μεμβράνες με αποτέλεσμα το σχηματισμό των δισκοειδών αρχέγονων pre-β HDL) και το έντερο ή προέρχονται από τον καταβολισμό των πλούσιων σε TG λιποπρωτεϊνών και διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο μηχανισμό της ανάστροφης μεταφοράς χοληστερόλης. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, οι HDL δεσμεύουν την πλεονάζουσα χοληστερόλη των κυττάρων ή και των αθηρωματικών πλακών21.
Επίσης τα HDL σωματίδια εκτός από τον καθοριστικό ρόλο που διαδραματίζουν στο μηχανισμό της ανάστροφης μεταφοράς χοληστερόλης, εμφανίζουν αντιοξειδωτικές δράσεις και έτσι μειώνουν την οξείδωση των LDL σωματιδίων, αντιφλεγμονώδεις δράσεις (αναστέλλουν την έκφραση των μορίων προσκόλλησης και των κυτταροκινών στα ενδοθηλιακά κύτταρα και με αυτό τον τρόπο αναστέλλουν τη στρατολόγηση και ενεργοποίηση των μακροφάγων στο αγγειακό τοίχωμα), αντιθρομβωτικές δράσεις, ενώ επίσης επηρεάζουν ευνοϊκά την αγγειοκινητική λειτουργία των ενδοθηλιακών κυττάρων (αυξάνουν συγκεκριμένα τη σύνθεση του ΝΟ, αναστέλλουν την απόπτωση των ενδοθηλιακών κυττάρων και συμβάλλουν στη βελτίωση της λειτουργίας των ενδοθηλιακών κυττάρων που έχουν υποστεί βλάβη). Η ApoA1 ρυθμίζει την ανοσολογική λειτουργία των λεμφοκυττάρων και μονοκυττάρων38.
Στους ασθενείς υπο ΑΚ έχει διατυπωθεί η άποψη ότι τα χαμηλά επίπεδα της HDL αποτελούν δείκτη μιας υποκείμενης διαταραχής του μεταβολισμού των πλούσιων σε TG λιποπρωτεϊνών και επομένως η συσχέτιση των χαμηλών επιπέδων της HDL με την καρδιαγγειακή νόσο μπορεί να αποδοθεί στην αυξημένη συγκέντρωση των αθηρωγόνων πλούσιων σε TG λιποπρωτεϊνών και των υπολειμμάτων τους. Επιπρόσθετα τα χαμηλά επίπεδα της HDL πιθανά υποσημαίνουν τη συνύπαρξη αντίστασης των περιφερικών ιστών στη δράση της ινσουλίνης11.
Η υπερτριγλυκεριδαιμία ορίζεται ως συγκέντρωση τριγλυκεριδίων (TG)> 200 mg/dl η 2,26 mmol/L στον ορό και είναι γνωστό ότι συμβάλλει σημαντικά στην αθηρoσκληρωτική διαδικασία (μελέτη PROCAM).
Υπάρχουν ορισμένα δεδομένα που υποστηρίζουν ότι η διαδικασία της αθηροσκλήρωσης είναι δυνατό να εξελίσσεται αμέσως μετά τα γεύματα συσσωρεύοντας πλούσιες σε TG λιποπρωτεΐνες (κυρίως κατάλοιπα των λιποπρωτεϊνών), οι οποίες προάγουν την εναπόθεση χοληστερόλης στο αγγειακό τοίχωμα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της τοπικής φλεγμονής στο αγγειακό τοίχωμα, την ενεργοποίηση των μακροφάγων, την αύξηση της έκφρασης των κυτταροκινών που ευοδώνουν τη φλεγμονή, τη μείωση της αγγειοδιαστολής, την αύξηση της έκφρασης του ιστικού παράγοντα από τα ενδοθηλιακά κύτταρα και την αύξηση της παραγωγής θρομβίνης. Ο συνδυασμός δε με την υπερτριγλυκεριδαιμία νηστείας και με την έλλειψη της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης που παρατηρείται στους ασθενείς υπό ΑΚ, έχει ως αποτέλεσμα σημαντική επιβράδυνση της κάθαρσης των TG, των χυλομικρών και των καταλοίπων τους και μείωση του καταβολισμού των λιποπρωτεϊνών που αθροίζονται μετά τα γεύματα με αποτέλεσμα τα λιποπρωτεϊνικά κατάλοιπα να εισέρχονται πιο εύκολα στον υπενδοθηλιακό χώρο, να ευοδώνουν τη φλεγμονή του αγγειακού τοιχώματος και να επιταχύνουν τη θρομβωτική διαδικασία17,22,30.
Επίσης οι πλούσιες σε TG λιποπρωτεΐνες επηρεάζουν πολλαπλά και το μεταβολισμό των HDL σωματιδίων. Συγκεκριμένα:
1) Oι πλούσιες σε TG λιποπρωτεΐνες κατά τη διάρκεια του καταβολισμού τους απελευθερώνουν επιφανειακό υλικό πλούσιο σε φωσφολιπίδια, ελεύθερη χοληστερόλη και αποπρωτεΐνες. Tο επιφανειακό αυτό υλικό οργανώνεται σε δισκοειδή σωματίδια τα οποία στη συνέχεια με την επίδραση του ενζύμου ακυλοτρανσφεράση της χοληστερόλης (LCAT) μετατρέπονται σε σφαιρικά σωματίδια, τα ώριμα HDL σωματίδια31.
2) Παρουσία της πρωτεΐνης που μεταφέρει εστέρες χοληστερόλης (CETP), εστέρες χοληστερόλης (CE) των HDL μεταφέρονται στις πλούσιες σε TG λιποπρωτεΐνες, ενώ TG των πλούσιων σε TG λιποπρωτεϊνών μεταφέρονται στις HDL. H ηπατική λιπάση υδρολύει στη συνέχεια τα TG των HDL, με τελικό αποτέλεσμα τη μείωση του μεγέθους και της πυκνότητας των HDL. Σε περιπτώσεις σημαντικής υπερτριγλυκεριδαιμίας ή μείωση της ηπατικής λιπάσης όπως σε ασθενείς υπο ΑΚ αυξάνεται η μεταφορά CE από τις HDL στις πλούσιες σε TG λιποπρωτεΐνες και έτσι μειώνονται τα επίπεδα της HDL CHOL (κύρια των HDL2, δηλαδή της χοληστερόλης των μεγαλύτερων HDL σωματιδίων). Έτσι σε αυτούς τους ασθενείς επικρατούν τα μικρά και πυκνά HDL3 σωματίδια, τα οποία περιέχουν μικρή ποσότητα χοληστερόλης και σχετικά μεγαλύτερη ποσότητα TG. Για αυτό σε ασθενείς υπό ΑΚ παρατηρούμαι συχνά αυξημένα επίπεδα τριγλυκερίδιων με σχεδόν φυσιολογική πολλές φορές ολική χοληστερόλη47.
3) Oι πλούσιες σε TG λιποπρωτεΐνες επηρεάζουν τον καταβολισμό της Apo A1 και επομένως και των HDL. Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι υπερτριγλυκεριδαιμικοί ασθενείς εμφανίζουν αυξημένη συγκέντρωση μικρών HDL σωματιδίων, τα οποία πιθανά καταβολίζονται με ταχύτερο ρυθμό σε σύγκριση με τα μεγαλύτερα HDL σωματίδια48.
4) Oι πλούσιες σε TG λιποπρωτεΐνες επηρεάζουν και τη VLDL CHOL, η οποία παρατηρείται συχνά σε υπερτριγλυκεριδαιμικούς ασθενείς και οφείλεται στην αυξημένη μεταφορά εστέρων χοληστερόλης στις VLDL. Aν και τα μεγαλύτερα VLDL σωματίδια δεν διηθούνται στο αγγειακό τοίχωμα τόσο γρήγορα όσο τα LDL σωματίδια, περιέχουν ωστόσο Apo Β με αποτέλεσμα να έχουν αυξημένη ικανότητα σύνδεσης με υποδοχείς λιποπρωτεϊνών στο αγγειακό τοίχωμα. Aυτή η ιδιότητά τους, η οποία φαίνεται να επιβεβαιώνεται από μία σειρά in vitro μελετών, αυξάνει την αθηρωγόνο δράση τους. Aν λοιπόν η VLDL CHOL είναι, τουλάχιστον εως ένα βαθμό, μια αθηρωγόνος λιπιδαιμική παράμετρος ο καλύτερος υπολογισμός του κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου πιθανά είναι ο προσδιορισμός του αθροίσματος LDL CHOL + VLDL CHOL, δηλαδή ο προσδιορισμός της μη (non) HDL CHOL. Η non HDL CHOL(ΤCHOL-HDL CHOL) εκτιμά τη συγκέντρωση της χοληστερόλης όλων των αθηρωγόνων λιποπρωτεϊνών που περιέχουν ApoB [συμπεριλαμβανομένης και της Lp(a)] και φαίνεται ότι αποτελεί καλύτερο προγνωστικό δείκτη για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου σε σύγκριση με τα επίπεδα της LDL CHOL. Τα επίπεδα της non HDL CHOL είναι δυνατό να προσδιορισθούν ανεξάρτητα από τα γεύματα και ο στόχος της αγωγής όσον αφορά τη non HDL CHOL είναι κατά 30mg/dl υψηλότερος από τον αντίστοιχο στόχο για την LDL CHOL33,35.
H υπερτριγλυκεριδαιμία τέλος φαίνεται να συσχετίζεται και με τη θρομβωτική διάθεση η οποία εξ ορισμού είναι αυξημένη στους ασθενείς υπό ΑΚ. Πολλά δεδομένα υποστηρίζουν την άποψη ότι υπάρχει συσχέτιση μεταξύ των επιπέδων των TG του ορού και των επιπέδων του ινωδογόνου κα των παραγόντων II, VΙΙ και XII της πήξης, οι οποίοι διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο σχηματισμό θρόμβων. Επιπρόσθετα, μελέτες έχουν έδειξαν ότι σε ασθενείς με υπερτριγλυκεριδαιμία υπάρχει αυξημένη έκφραση του γονιδίου και επομένως αυξημένη συγκέντρωση του αναστολέα του ενεργοποιητή του πλασμινογόνου με αποτέλεσμα διαταραχή της ινωδόλυσης34-36.
Συμπερασματικά, περίπου το 30% των ασθενών υπό ΑΚ έχουν αυξημένα τριγλυκερίδια. Η κύρια υποκείμενη ατία είναι η έλλειψη της λιποπρωτεινικής λιπάσης και της ηπατικής λιπάσης. Αυτές οι δύο βασικές ελλείψεις ενισχύονται από λήψη φαρμάκων (πχ β-αναστολείς), τη χρήση ηπαρίνης, την μειωμένη ηπατική ροή λόγω καρδιακής ανεπάρκειας και τη δίαιτα πλούσια σε υδατάνθρακες.
1. Λιπιδαιμικοί στόχοι. Επειδή οι ασθενείς υπό ΑΚ αποτελούν την ομάδα υψηλότερου κινδύνου για ΚΑ επεισόδια, οι κατευθυντήριες οδηγίες των NFK KDOQI συστήνουν εντατικότερη αντιμετώπιση της δυσλιπιδαιμίας με στόχο LDL<100 mg/dl. Στην υπερτριγλυκεριδαιμία οι συστάσεις των KDOQI περιλαμβάνουν φαρμακευτική θεραπεία και για τα υψηλά επίπεδα της μη-HDL χοληστερόλης, τα οποία αντανακλούν την αύξηση των αθηρογόνων υπολειμμάτων λιποπρωτεινών. (εικ. 5)10
Δυλιπιδαιμία | Θεραπευτικός στόχος | Αρχικό σχήμα | Ενισχυμένο σχήμα | Εναλλακτικό σχήμα |
TG>500mm/dl | TG<500 mg/dl | TLC | TLC+ φιμπράτη ή νιασίνη | φιμπράτη ή νιασίνη |
LDL 100-129mg/dl | LDL<100 mg/dl | TLC | TLC + χαμηλή δόση στατίνης | Δεσμευτική ρητίνη χολικών οξέων ή νιασίνη |
LDL>130 mg/dl | LDL<100 mg/dl | TLC + χαμηλή δόση στατίνης | TLC + μέγιστη δόση στατίνης | Δεσμευτική ρητίνη χολικών οξέων ή νιασίνη |
TG>200 mg/dl και μη-HDL>130 mg/dl | μη-HDL<130 mg/dl | TLC + χαμηλή δόση στατίνης | TLC + μέγιστη δόση στατίνης | Φιμπράτη ή νιασίνη |
2. Παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής. Όπως και στο γενικό πληθυσμό, έτσι και στους ασθενείς υπό ΑΚ θεραπεία πρώτης γραμμής είναι οι παρεμβάσεις στη διατροφή και τον τρόπο ζωής. Ειδικότερα συστήνεται αύξηση της φυσικής δραστηριότητας, μείωση του σωματικού βάρους, αποχή από το αλκοόλ και ημερήσια πρόσληψη αλατιού στα 1,5-2 gr. Η διατροφή πρέπει να περιλαμβάνει ποσοστό κορεσμένων, πολυακόρεστων και μονοακόρεστων λιπών <7%,<10% και <20% των ολικών θερμίδων, αντίστοιχα, ενώ το συνολικό λίπος πρέπει να αποτελεί το 25-35% των ολικών θερμίδων. Οι υδατάνθρακες δεν πρέπει να υπερβαίνουν το 50-60% των ολικών θερμίδων. Τέλος η ημερήσια πρόσληψη φυτικών ινών δεν πρέπει να ξεπερνάει τα 20-30 gr55.
3. Φαρμακευτική θεραπεία. Αν οι παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής αποτύχουν να ελέγξουν τη δυσλιπιδαιμία, τότε συστήνεται φαρμακευτική αγωγή η οποία περιλαμβάνει τα παρακάτω φάρμακα.
Στατίνες. Είναι εκλεκτικός, ανταγωνιστικός αναστολέας της HMG-CoA αναγωγάσης, του ενζύμου που είναι υπεύθυνο για τη μετατροπή του 3-υδροξυ-3-μεθυλ-γλουταρυλ- συνενζύμου Α σε μεβαλονικό οξύ, πρόδρομη ουσία των στερολών, συμπεριλαμβανόμενης και της χοληστερόλης. Φάρμακο πρώτης επιλογής και σε ασθενείς υπό ΑΚ, με αυξημένες τιμές LDL και non HDL, παρ’ όλο που προοπτικές μελέτες συσχέτισαν τις στατίνες με χαμηλότερη θνησιμότητα47, ενώ άλλη μεγάλη τυχαιοποιημένη, έδειξε ότι η χρήση τους δεν μείωσε τον καρδιαγγειακό κίνδυνο42. Μολονότι είναι σχετικά ασφαλή φάρμακα οι δόσεις τους πρέπει να μειώνονται καθώς πολλά φάρμακα αυξάνουν τα επιπεδά τους λόγω του συμμεταβολισμού τους από το ηπατικό ενζυμικό σύμπλοκο του κυτοχρώματος P 450 όπως πχ η κυκλοσπορίνη, οι μακρολίδες, τα αντιμυκητιασικά της αζόλης, οι αποκλειστές διαύλων ασβεστίου και οι φιμπράτες. Τέλος η χρήση τους αυξάνει τον κίνδυνο μυοπάθειας και ειδικά σε συγχορήγηση με φιμπράτες, συνδυασμός ο οποίος δεν συστήνεται σε ασθενείς υπό ΑΚ. (Εικ. 6)
60-90 | 15-59 | <15 | Παρατηρήσεις | |
Στατίνες | ||||
Ατορβαστατίνη | Όχι | Όχι | Όχι | Καμία προσαρμογή δόσης |
Φλουβαστατίνη | Όχι | ↓ εώς 50% | ↓ εώς 50% | Μείωση της δόσης στο μισό |
Λοβαστατίνη | Όχι | ↓ εώς 50% | ↓ εώς 50% | Μείωση της δόσης στο μισό |
Πραβαστατίνη | Όχι | Όχι | Όχι | Καμία προσαρμογή δόσης |
Ροσουβαστατίνη | Όχι | ↓ | ↓ | Μείωση της δόσης στο μισό |
Σιμβαστατίνη | Όχι | Όχι | ? | Δεν υπάρχουν αρκετά δεδομένα |
Εζετιμίμπη. Είναι ένα φάρμακο που μειώνει τη χοληστερόλη μέσω της μείωσης της απορρόφησης της χοληστερόλης στο λεπτό έντερο. Ειδικά σε συνδυασμό με τη σιμβαστατίνη η μελέτη SHARP έδειξε σημαντικό όφελος.
Φιμπράτες. Η δράση τους αποδίδεται κυρίως στην ενεργοποίηση της λιποπρωτεϊνικής λιπάσης, την αναστολή της HMG-CoA αναγωγάσης και την αύξηση τον καταβολισμού των λιποπρωτεϊνών πολύ χαμηλής πυκνότητας (VLDL).Αποτελούν φάρμακα εκλογής στην μεμονωμένη υπέρτριγλυκεριδαιμία των ασθενών υπό ΑΚ. Συγκεκριμένα η γεμφιμπροζίλη αποτελεί ενδεχομένως την καλύτερη επιλογή, καθώς δεν απαιτείται μείωση της δόσης. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε τον κίνδυνο της μυοσίτιδας και γι αυτό θα πρέπει να μετράμε τα επίπεδα της κρεατινικής φωσφοκινάσης ορού στην αρχή αλλά και στην διάρκεια της θεραπείας10.
Νικοτινικό οξύ ή Νιασίνη είναι ένα υδατοδιαλυτό σύμπλεγμα βιταμίνης Β (βιταμίνη Β3) που έχει χρησιμοποιηθεί στην θεραπεία της υπερτριγλυκεριδαιμίας για πολλά χρόνια. Προάγει μια πτώση των τριγλυκεριδίων, της LDL, της VLDL και μιά άνοδο των επιπέδων της HDL. Πάντως, η ηπατοτοξικότητα και το αίσθημα εξάψεως είναι παρενέργειές του που περιορίζουν την χρήση του. Οι Valencia και Cruz ανέφεραν μια πτώση της ολικής χοληστερόλης και των τριγλυκεριδίων και αύξηση της HDL μετά από θεραπεία με νικοτινικό οξύ σε 9 ΑΚ 55, ενώ οι Shahbazian et al. ανέφεραν μια αύξηση της HDL χοληστερόλης σε 48 ΑΚ ασθενείς μετά από 8 εβδομάδες θεραπείας με νικοτινικό οξύ56.
Σεβελαμέρη είναι μια μη ασβεστιούχος φωσφοροδεσμευτική ρητίνη που χρησιμοποιείται στην θεραπεία της υπερφωσφαταιμίας στους ΑΚ ασθενείς. Οι μελέτες The Dialysis Clinical Outcomes Revisited(DCOR) και Renagel in New Dialysis (RIND) έδειξαν ότι παρέχει καλύτερη επιβίωση στην αιμοκάθαρση σε σχέση με τα ασβεστιούχα φωσφοροδεσμευτικά57,58. Η σεβελαμέρη εμποδίζει την εντερική απορρόφηση της χοληστερόλης και οι μελέτες έχουν δείξει ότι έχει θετική δράση στις παραμέτρους των λιπιδίων στους ΑΚ ασθενείς59. Οι Limori et al. έδειξαν ότι η δυσλιπιδαιμία βελτιώθηκε σημαντικά μετά από θεραπεία με σεβελαμέρη με συνοδό ελλάτωση της θνητότητας60. Πάντως, η χρήση της σεβελαμέρης στην θεραπεία της δυσλιπιδαιμίας στους ΑΚ ασθενείς δεν είναι αποδεκτή λόγω της έλλειψης ευρέων και μακροχρονίων μελετών.
Καρνιτίνη είναι ένα φυσικό υποκατάστατο βιταμίνης και έχει σημαντικό ρόλο σε διάφορους μεταβολικούς δρόμους. Μία από τις πιο σημαντικές της δράσεις είναι ότι ελλατώνει τα επίπεδα των ελευθέρων λιπαρών οξέων που είναι απαραίτητα για την σύνθεση των τριγλυκεριδίων και την β-οξείδωση των λιπαρών οξέων61. Εφόσον οι νεφροί είναι από τους πιο σημαντικούς τόπους που λαμβάνει χώρα σχηματισμός της καρνιτίνης, αυτός ο σχηματισμός ελλατώνεται στην νεφρική ανεπάρκεια. Οι μελέτες που υπάρχουν ότι η θεραπεία με καρνιτίνη έχει κάποιο θετικό αποτέλεσμα στις παραμέτρους των λιπιδίων στους ΑΚ ασθενείς ενώ άλλες δεν έδειξαν παρόμοια αποτελέσματα61-63 και γι αυτό η καρνιτίνη δεν τυγχάνει ευρείας αποδοχής στην θεραπεία της δυσλιπιδαιμίας στους ΑΚ ασθενείς.
Εξωσωματική αφαίρεση λιποπρωτεινών με χρήση ηπαρίνης (HELP) είναι η πιό ευρέως χρησιμοποιούμενη μέθοδος αφαίρεσης λιπιδίων που χρησιμοποιείται κυρίως για την θεραπεία της οικογενούς δυσλιπιδαιμίας. Η λειτουργία της HELP βασίζεται στο γεγονός ότι οι κύριες πρωτείνες του πλάσματος όπως οι λιποπρωτείνες (κυρίως LDL) θα αφαιρεθούν από το πλάσμα σε συγκεκριμένο pH με την παρουσία ηπαρίνης.
Στην HELP (εικ.8), το αίμα του ασθενούς εισέρχεται στην συσκευή – μέσω ενός κεντρικού φλεβικού καθετήρα – όπου διαχωρίζονται στα κύτταρα του αίματος και στα συστατικά του πλάσματος με την βοήθεια ενός φίλτρου που αποτελείται από μικρούς πόρους. Στην συνέχεια, ένα ρυθμιστικό διάλυμα με ειδικά ρυθμισμένο pH που περιέχει ηπαρίνη αναμειγνύεται με το πλάσμα χορηγούμενο με συνεχή και σταθερό ρυθμό έγχυσης. Έτσι οι πρωτείνες του πλάσματος συνδέονται με την ηπαρίνη και αφαιρούνται εκτός του πλάσματος. Το δημιουργούμενο διήθημα περνά κατά μήκος ενός φίλτρου που έχει μικρούς πόρους, που απομακρύνει τις αφαιρούμενες πρωτείνες, οι οποίες είναι συνδεδεμένες με την ηπαρίνη, ενώ η υπόλοιπη ηπαρίνη απομακρύνεται με τη βοήθεια ενός ανιόντο-ανταλλακτικού φίλτρου. Το διάλυμα των διττανθρακικών και η υπερδιήθηση χρησιμεύουν στο να απομακρύνει το ρυθμιστικό διάλυμα και την περίσσεια των υγρών, επαναφέροντας το pH του πλάσματος σε φυσιολογικά επίπεδα, και τελικά το πλάσμα επαναναμειγνύεται με τα κύτταρα του αίματος και το αίμα επιστρέφει πάλι μέσω του κεντρικού φλεβικού καθετήρα στον ασθενή. Η HELP είναι μια συνεχής μέθοδος αφαίρεσης που διαρκεί 1 -3 ώρες και ασκεί θεραπευτικές δράσεις σε συνολικό όγκο πλάσματος 1000-3000mL αν και λιγότερα από 500 mL είναι εκτός του σώματος του ασθενούς στην διάρκεια της συνεδρίας.
Είναι μικρός ο αριθμός των μελετών, αν και πρέπει να τονιστεί ότι σε αυτές έχει διαπιστωθεί σημαντική ελλάτωση των λιπιδίων στην HELP. Σε μία από αυτές υπήρξε μια ιδιαίτερα σημαντική πτώση της LDL σε 29 συνεδρίες HELP σε 5 ΑΚ ασθενείς64, ενώ σε μια άλλη επιτεύχθηκε σημαντική ελλάτωση της LDL χοληστερόλης σε 6 ΑΚ ασθενείς65. Συνεπώς, η HELP μπορεί να θεωρηθεί χρήσιμη θεραπευτική μέθοδος ειδικά στους ΑΚ ασθενείς με οικογενή δυσλιπιδαιμία και μη ύπαρξη απάντησης σε φαρμακευτική θεραπεία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ