Γράφει η Δρ Νικολέττα Νικολοπούλου, Νεφρολόγος
Η λοίμωξη του ουροποιητικού είναι μια συχνή και αρκετά σοβαρή νόσος που προκαλείται από την είσοδο μικροοργανισμών στο στείρο φυσιολογικό ουροποιητικό σύστημα. Το ουροποιητικό σύστημα περιλαμβάνει τους νεφρούς (που καθαιρούν το αίμα και παράγονται τα ούρα) τους ουρητήρες (οι αγωγοί που μεταφέρουν τα ούρα από τους νεφρούς στην κύστη), την ουροδόχο κύστη (που συλλέγονται και «αποθηκεύονται» τα ούρα) και την ουρήθρα (τον αγωγό που μεταφέρει τα ούρα από την κύστη προς τα έξω).
Επομένως, ουρολοίμωξη μπορεί να συμβεί σε οποιοδήποτε σημείο του ουροποιητικού και αναλόγως της εντόπισης της ονομάζεται «κυστίτιδα», εάν το μικρόβιο εντοπίζεται μόνο στην κύστη, το νεφρικό παρέγχυμα καλείται «πυελονεφρίτιδα» και στους άντρες εάν εντοπίζεται στον προστάτη «προστατίτιδα».
Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού αφορούν και στα δύο φύλα και όλες τις ηλικίες. Στην παιδική ηλικία (βρέφη, νήπια) είναι συχνότερες στα αγόρια πιθανόν εξαιτίας ανατομικών ανωμαλιών. Αργότερα, στην παιδική και κυρίως στη νεανική ηλικία είναι συχνότερες στα κορίτσια, πιθανόν εξαιτίας της κοντής ουρήθρας. Στην περίοδο της παραγωγικής ηλικίας είναι συχνότερες στις γυναίκες και σπανιότερα στους άνδρες. Σε νεαρούς άνδρες είναι σπάνιες και σχεδόν πάντοτε είναι συνδεδεμένες με λοίμωξη του προστάτη ή λειτουργικές και ανατομικές ανωμαλίες.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας 1 στις 5 γυναίκες θα πάθει ουρολοίμωξη μια φορά στη ζωή της.
Αυτή προκαλείται από την είσοδο παθογόνων μικροοργανισμών που μεταφέρονται από τον κόλπο ή τον πρωκτό, στην κύστη διαμέσου της «κοντής» ουρήθρας και πολλαπλασιάζονται έπειτα με ταχύτατους ρυθμούς. Υπολογίζεται ότι παγκοσμίως τουλάχιστον 150 εκατομμύρια περιπτώσεις συμπτωματικών ουρολοιμώξεων εμφανίζονται κάθε χρόνο. Σε τυχαίο δείγμα από αυτές το 90% έχουν κυστίτιδα, ενώ το 10% πυελονεφρίτιδα. Επίσης κατά 75% είναι σποραδικές και 25% υποτροπιάζουσες.
Στην τρίτη ηλικία και τα δύο φύλα έχουν τις ίδιες πιθανότητες για συμπτωματική ή ασυμπτωματική βακτηριουρία εξαιτίας ατροφίας του επιθήλιου του κόλπου στις γυναίκες – άρα και μειωμένης άμυνας που προσφέρει το επιθήλιο- και υπερτροφίας του προστάτη στους άνδρες – η ουροδόχος κύστη δε μπορεί να αδειάσει και τα ούρα λιμνάζουν.
Η γενετική προδιάθεση είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη. Η χρήση σπερμοτοκτόνων ουσιών συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο ουρολοιμώξεων όπως και η σεξουαλική επαφή καθεαυτή. Σε μεταεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, η ακράτεια ούρων, η κυστεοκήλη και η άτονος κύστη αποτελούν παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο ουρολοίμωξης. Σε άνδρες η περιτομή μειώνει τα αντίστοιχα ποσοστά κατά 4-8 φορές.
Η τυπική συμπτωματολογία οξείας κυστίτιδας περιλαμβάνει:
Πυελονεφρίτιδα μπορεί να εμφανισθεί με την ίδια εικόνα της κυστίτιδας αλλά συνήθως υπάρχει πυρετός πανω από 38οC, πόνος στην νεφρική-οσφυική χώρα (σημείο Gordano) ναυτία και εμετός .
Προστατίτιδα εμφανίζεται με πόνο χαμηλά στην πλάτη λίγα δυσουρικά ενοχλήματα, έντονο πόνο στη δακτυλική εξέταση του προστάτη και συχνά πυρετό.
Απαραίτητη η γενική ούρων και εάν το αποτέλεσμα είναι θετικό σε νιτρώδη ή πυοσφαίρια πρέπει να αρχίσει ο ασθενής εμπειρική αντιβίωση και να ζητηθεί ταυτόχρονα καλλιέργεια και αντιβιόγραμμα. Υπερηχογράφημα νεφρών – ουρητήρων – κύστεως είναι απαραίτητο, ιδίως σε παιδιά και στο πρώτο επεισόδιο, σε απομόνωση σπάνιων μικροοργανισμών. Σε επίμονη αιματουρία μπορεί να απαιτηθεί και κυστεοσκόπηση, ενώ η πυελογραφία. Η νεφρική λειτουργία με έλεγχο ουρίας, κρεατινίνης ορού και γενική αίματος είναι απαραίτητα.
Για την διάγνωση, είναι απαραίτητη η λήψη ιστορικού για αποκλεισμό ή επιβεβαίωση ουρολιθιάσεων, σακχαρώδους διαβήτη, οικογενειακό ιστορικό, ύπαρξη αντισυλληπτικού διαφράγματος και η κλινική εξέταση παράλληλα με τον εργαστηριακό έλεγχο. Οδηγίες απαιτούνται για τη σωστή λήψη καλλιέργειας ούρων (καλό πλύσιμο, δείγμα στο μέσο της ούρησης σε αποστειρωμένο κυπελλάκι) και γρήγορη αποστολή του δείγματος στο εργαστήριο.
Η θεραπεία, μπορεί αρχικά να είναι εμπειρική, λόγω της έντονης συμπτωματολογίας του ασθενούς αλλά απαιτεί πάντα τη συνεργασία ιατρού – ασθενή. Διάφορα αντιβιοτικά σχήματα έχουν χρησιμοποιηθεί παράλληλα με οδηγίες για αυξημένη κατανάλωση ύδατος, αλλαγή τρόπου ζωής (τήρηση κανόνων υγιεινής, αποφυγή κολύμβηση σε πισίνες μη ελεγμένες, αποφυγή ισχυρών αντιβιοτικών που αλλοιώνουν την φυσική χλωρίδα και άλλα).
Σε υγιείς, νέους ασθενείς, συνήθως αρχική θεραπεία είναι τριμεθοπρίμη-σουλφαμεθοζαζόλη, νιτροφουραντοίνη, φωσφομητίνη ή κινολόνες. Η θεραπεία θα συνεχιστεί με βάση το αντιβιόγραμμα. Η πυελονεφρίτιδα μπορεί να απαιτήσει και εισαγωγή στο νοσοκομείο για περαιτέρω διερεύνηση και θεραπεία.
Υπολογίζεται ότι παρά τη θεραπεία και την αλλαγή του τρόπου ζωής, σ’ ένα ποσοστό 25%, θα παρουσιαστεί υποτροπή της ουρολοίμωξης στους επόμενους 18 μήνες, η οποία συνήθως προκαλείται από τον ίδιο μικροβιακό παράγοντα.
Οι υποτροπές της ουρολοίμωξης συχνά προκαλούν ιδιαίτερο πόνο στις γυναίκες και επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την ποιότητα ζωής
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ