«Η παχυσαρκία καθορίζεται με βάση το Δείκτη Μάζας Σώματος (ΒΜΙ) που υπολογίζεται εύκολα, αν διαιρέσουμε το βάρος σε κιλά δια το τετράγωνο του ύψους σε μέτρα, του ατόμου» εξηγεί ο κ. Αντώνιος Π. Λέπουρας, Παθολόγος – Διαβητολόγος, Διευθυντής Παθολογικής – Διαβητολογικής Κλινικής και Διαβητολογικού Κέντρου Metropolitan General.
Ασθενείς σε όλες τις ηλικιακές ομάδες που είναι σωματικά ενεργοί αλλά καταναλώνουν δίαιτα χαμηλών θερμίδων δεν διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ΣΔ τύπου 2. Αντίθετα, αυτοί οι ασθενείς που καταναλώνουν υψηλή ημερήσια ποσότητα θερμίδων (ασχέτως με το είδος πχ υγιεινοί υδατάνθρακες ή περισσότερο λίπος ή πρωτεΐνη και ανθυγιεινούς υδατάνθρακες) διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη.
Γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, συμβάλλουν στην πολύπλοκη παθοφυσιολογία του ΣΔ, δημιουργώντας “αντίσταση στην ινσουλίνη και υπερινσουλιναιμία” με τελική κατάληξη την ανεπαρκή έκκριση ινσουλίνης.
Ενώ η γενετική προδιάθεση δεν αλλάζει, η ”κληρονομούμενη” αντίσταση στην ινσουλίνη χειροτερεύει με την αύξηση του βάρους και αυτό οφείλεται δυστυχώς στον διαβητογόνο σύγχρονο τρόπο ζωής (υπερβολική πρόσληψη θερμίδων, ανεπαρκής θερμιδική δαπάνη, καθιστική ζωή και παχυσαρκία). Η ανεπαρκής έκκριση ινσουλίνης που οδηγεί τελικά στον ΣΔτ2, προκύπτει κυρίως εξ αιτίας αυτού του συνδυασμού και θα μπορούσε να αναστραφεί.
Η παγκρεατική ατροφία που οφείλεται σε φλεγμονή (πχ παγκρεατίτιδα), η υπέρταση και η κατανάλωση γλυκών, δεν αποτελούν μέρος της παθογένεσης του διαβήτη. Η παγκρεατική ατροφία, η υπέρταση και η κατανάλωση γλυκών σε παχύσαρκα άτομα είναι συχνά παρόντα σε ασθενείς με ΣΔ τύπου 2, αλλά κανένα από τα τρία δεν είναι απαραίτητο για την ανάπτυξη της νόσου.
Η μεγάλη ηλικία, η κατάθλιψη και οι ασθενείς με σχιζοφρένεια λόγω της χρήσης αντιψυχωσικών δεύτερης γενιάς παραγόντων παρουσιάζουν επίσης, αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης ΣΔ τύπου 2, αλλά ούτε η κακή ψυχολογία ούτε η σχιζοφρένεια σαν νόσος, ούτε καν η κατανάλωση σάκχαρης και γλυκών αποτελούν μέρος της παθογένεσης Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2.
Πολλοί ασθενείς με διαβήτη τύπου 2 είναι χωρίς συμπτώματα για πολλά χρόνια (έως 10 έτη από την έναρξη). Δυστυχώς αυτό μπορεί να αποβεί πολύ επιβαρυντικό και επικίνδυνο για την υγεία.
Οι κλινικές εκδηλώσεις περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
Κλασικά συμπτώματα: Αρχικά πολυουρία με συνεπακόλουθο πολυδιψία. Όσο η έλλειψη ινσουλίνης αυξάνεται, εμφανίζεται σημαντική απώλεια βάρους με αυξημένη όρεξη και πολυφαγία που χωρίς θεραπεία μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη κόπωση, υπνηλία ή και σύγχυση ή και κώμα. Άλλα συμπτώματα: Θολή όραση, κράμπες, παραισθησίες κάτω άκρων, υπέρχρωση δέρματος ιδίως στις κνήμες. μυκητιασικές λοιμώξεις, ιδίως των γεννητικών οργάνων
Τα διαγνωστικά κριτήρια από τις ιατρικές εταιρείες παγκοσμίως περιλαμβάνουν τα ακόλουθα:
Η καλύτερη θεραπεία είναι η αναστροφή του ΣΔ και η επάνοδος του σακχάρου στο αίμα, στις φυσιολογικές τιμές. Είναι δυνατόν να επιτευχθεί ιδίως στα αρχικά στάδια με μικρή απώλεια βάρους (5-10% του αρχικού), που όμως θα διατηρηθεί για τουλάχιστον μια 5ετία. Σωστή Διατροφή, εκπαίδευση, συστηματική καθημερινή μέτρια σωματική άσκηση (20-40’ ημερησίως έστω και απλό περπάτημα) και φυσικά τακτική επικοινωνία με τη θεραπευτική ομάδα ως το θεμέλιο του προγράμματος θεραπείας.
Τέλος στα άτομα με Προδιαβήτη- ΣΔτ2, είναι πολύ συχνά αναγκαία η φαρμακευτική θεραπεία των υπολοίπων παραγόντων κινδύνου (πχ υπέρταση, χοληστερόλη κλπ.) για να μειώσουμε τις επιπλοκές και ιδίως τον πολύ αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο δηλαδή καρδιακά ισχαιμικά επεισόδια και τα αγγειακά εγκεφαλικά.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ