Καθημερινά, ενημερωνόμαστε μέσα από έναν συνεχή καταιγισμό αντιφατικών μηνυμάτων και πληροφοριών για οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά, ιατρικά και διάφορα άλλα θέματα και προβλήματα, που έχουν άμεση επίπτωση στη ζωή μας και των οποίων η αντιμετώπιση θα καθορίσει το Eίναι και το μέλλον μας. Ποτέ άλλοτε δεν είχαμε τόση πρόσβαση στην Πληροφορία.
Οι πληροφορίες, όμως, χωρίς υπεύθυνη διασταύρωση και συνθετική επεξεργασία τους, οδηγούν στο αντίθετο από αυτό στο οποίο υποτίθεται ότι αποσκοπούν.
Παραφράζοντας τον Έλιοτ, «χάσαμε τη σοφία για τη γνώση και τη γνώση για την πληροφορία».
Οι μεταμοσχεύσεις αποτελούν ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά παραδείγματα της σύγχυσης που επικρατεί. Η γνώση του κόσμου, γύρω από αυτόν τον ευαίσθητο τομέα, στηρίζεται, κυρίως, σε μύθους παρά στην πραγματικότητα. Αγνοούνται βασικά πράγματα για τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις, που απαιτούνται για να γίνουμε δότες ιστών και οργάνων.
Χάος και αμφισβήτηση επικρατεί όσον αφορά στον καθορισμό του θανάτου, λόγω μη κατανοήσεως των κριτηρίων πιστοποιήσεώς του.
Ένα από τα περισσότερο συζητημένα θέματα στον χώρο της μεταμόσχευσης είναι ο εγκεφαλικός θάνατος. Επειδή τόσο η ιατρική όσο και η νομική επιστήμη έχουν καταλήξει και αποδεχθεί μία σαφώς καθορισμένη έννοια εγκεφαλικού θανάτου, η οποία δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας, η διευκρίνηση του θέματος είναι απαραίτητη πριν από κάθε συζήτηση, για τα οποιαδήποτε άλλα προβλήματα των μεταμοσχεύσεων.
Πριν από μερικές δεκαετίες, ο θάνατος του ανθρώπου διαπιστωνόταν εύκολα και συνέπιπτε με τη μη αναστρέψιμη διακοπή των ζωτικών λειτουργιών της αναπνοής και της κυκλοφορίας. Ο θάνατος ήταν ξεκάθαρος στο μυαλό των ανθρώπων και δεν άφηνε περιθώρια αμφιβολιών, εν αντιθέσει με τη σύγχυση που δημιουργούν, σήμερα, διάφοροι δυσνόητοι όροι, όπως κλινικός θάνατος, εγκεφαλικός θάνατος, εγκεφαλικό στέλεχος, φλοιώδης θάνατος ή «φυτό», καρδιακός και βιολογικός θάνατος. Το παρόν άρθρο πιστεύω, ότι θα συμβάλει στην αποσαφήνιση αυτών των εννοιών.
Επί διακοπής της καρδιακής λειτουργίας (ανακοπή), από έμφραγμα του μυοκαρδίου, από μεγάλο φόβο, από έντονο πόνο κ.τ.λ., το άτομο δίνει την εντύπωση του νεκρού (κλινικός θάνατος), διότι δεν χτυπάει η καρδιά του, δεν αναπνέει και χάνει τις αισθήσεις του.
Σε περίπτωση που, αυτομάτως (σπανίως) ή, πιο συχνά, με ιατρική βοήθεια (μαλάξεις, ηλεκτρική απινίδωση, ενδοκάρδια έγχυση αδρεναλίνης κ.τ.λ.), αποκατασταθεί η καρδιακή λειτουργία εντός 4 ́ λεπτών, ο ασθενής συνέρχεται χωρίς κανένα αξιόλογο κλινικό κατάλοιπο εγκεφαλικής βλάβης (διότι ο φλοιός του εγκεφάλου μπορεί να παραμείνει χωρίς οξυγόνο μόνο μέχρι 4 ́ λεπτά, χωρίς να πάθει μη αναστρέψιμες αλλοιώσεις, αν και αυτό δεν είναι απόλυτο.
Μερικές καταστάσεις, όπως η υποθερμία, ο πυρετός κ.ά., μπορεί να αυξήσουν ή να μειώσουν, για λίγο, αυτό το χρονικό διάστημα. Στον φλοιό του εγκεφάλου ευρίσκονται τα κέντρα της μνήμης, της κρίσης και γενικά οι «ανώτερες» εγκεφαλικές λειτουργίες). Εάν αποκατασταθεί η καρδιακή λειτουργία μετά το πέρας του διαστήματος τούτου, αλλά σε χρόνο όχι περισσότερο από 6 ́ -7 ́ λεπτά, από την αρχή της διακοπής της, τότε ο ασθενής επανέρχεται μεν, υπό την έννοια ότι μπορεί να αναπνέει και πάλι μόνος του, αλλά με κατεστραμμένο τον φλοιό του εγκεφάλου και, επομένως, χωρίς συνείδηση (φλοιώδης θάνατος ή «φυτό»).
Εάν δεν επιτευχθεί η επάνοδος της καρδιακής λειτουργίας, μέσα στο ανωτέρω χρονικό διάστημα, τότε αποδιοργανώνεται ολόκληρος ο εγκέφαλος (εγκεφαλικά ημισφαίρια, εγκεφαλικό στέλεχος και παρεγκεφαλίδα) και οι γιατροί εγκαταλείπουν κάθε περαιτέρω προσπάθεια ανάνηψης, διότι το άτομο είναι οριστικώς και αμετακλήτως νεκρό, αφού επήλθε η πλήρης καταστροφή του εγκεφάλου (εγκεφαλικός θάνατος).
Αμέσως ύστερα από τον εγκεφαλικό θάνατο επακολουθεί, λόγω μη οξυγονώσεως, και η νέκρωση των υπολοίπων οργάνων του σώματος, με την εξής σειρά, λόγω διαφορετικής ευαισθησίας τους στην έλλειψη οξυγόνου (ανοξία): Καρδιά, νεφροί, πνεύμονες, ήπαρ, υπόλοιπα όργανα και, τελικά, το δέρμα (βιολογικός θάνατος).
Σ’ αυτή την περίπτωση εγκεφαλικού θανάτου και, πολύ περισσότερο, επί βιολογικού θανάτου, που επήλθε από προηγηθείσα διακοπή της καρδιακής και αναπνευστικής λειτουργίας, δεν μπορεί να γίνει μεταμόσχευση ζωτικών (συμπαγών) οργάνων (καρδιά, πνεύμονες, ήπαρ κτλ.), διότι αυτά τα όργανα είναι πια κατεστραμμένα, από την ανοξία. Για τον κλινικά νεκρό και το «φυτό» δεν τίθεται θέμα προς συζήτηση, διότι είναι εν ζωή.
Σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να συμβεί το αντίστροφο, δηλαδή, να προηγηθεί ο θάνατος του εγκεφάλου και να επακολουθήσει η διακοπή της αναπνευστικής και καρδιακής λειτουργίας, όπως συμβαίνει σε βαριές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις από τροχαία ατυχήματα, αυτόματη εγκεφαλική αιμορραγία κ.τ.λ.
Εάν ο θάνατος του ατόμου, από αυτές τις αιτίες, επέλθει ακαριαίως ή πριν προλάβουν να το μεταφέρουν σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) και πάλι δεν υπάρχει θέμα δωρεάς ζωτικών οργάνων, διότι τα όργανα αυτά, εφόσον δεν αιματώνονται (δεν οξυγονώνονται), καταστρέφονται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, και, ως εκ τούτου, είναι ακατάλληλα προς μεταμόσχευση.
Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, ο ασθενής μεταφέρεται σε ΜΕΘ, ναι μεν σε κώμα, αλλά ζωντανός ακόμα. Εν τω μεταξύ, η εγκεφαλική αιμορραγία συνεχίζεται, το εγκεφαλικό οίδημα επιδεινώνεται και συχνά, τελικά, επέρχεται η καταστροφή ολοκλήρου του εγκεφάλου, με επακόλουθο τη διακοπή της αναπνοής και της κυκλοφορίας.
Στα άτομα αυτά παρέχεται σήμερα η δυνατότητα διατήρησης της αναπνοής και της κυκλοφορίας, για λίγες ώρες ή μερικά 24ωρα, με τεχνητά μέσα (αναπνευστήρας, οροί, φάρμακα). Αφού αποκλειστούν άλλες συνυπάρχουσες αναστρέψιμες καταστάσεις, που μπορούν να δημιουργήσουν άπνοια, όπως δηλητηρίαση από βαρβιτουρικά φάρμακα, υποθερμία, υπερβολική κατανάλωση οινοπνεύματος κ.τ.λ., υπάρχει απόλυτη ένδειξη εγκεφαλικού θανάτου και ακολουθούν ειδικές κλινικές και εργαστηριακές δοκιμασίες για την επιβεβαίωσή του.
Οι κλινικές δοκιμασίες είναι απόλυτα ασφαλείς και επαρκείς στη διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου, υπό την προϋπόθεση, ότι θα τηρηθούν με σχολαστική ακρίβεια οι διαδικασίες, που απαιτούνται για να διεκπεραιωθούν. Οι εργαστηριακές δεν είναι απαραίτητες. Οι δοκιμασίες αυτές επιτελούνται τουλάχιστον 24 ώρες μετά από την έναρξη του κώματος και μάλιστα δύο φορές, για να αποκλειστεί και η παραμικρή πιθανό- τητα λάθους, και το χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο ελέγχων δεν μπορεί να είναι μικρότερο των 8 ωρών.
Η διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου τίθεται από τρεις γιατρούς, ειδικούς και έμπειρους σ’ αυτό το θέμα, οι οποίοι δεν ανήκουν σε καμιά μετα- μοσχευτική ομάδα και οι οποίοι είναι:
Η ομόφωνη γνώμη αυτών των γιατρών, στη διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου, είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Η διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου ταυτίζεται με τη διάγνωση του θανάτου του εγκεφαλικού στελέχους και γι’ αυτό οι κλινικο-εργαστηριακές δοκιμασίες ελέγχουν ακριβώς τη λειτουργικότητα αυτού του καθοριστικής σημασίας, για τη ζωή, τμήματος του κεντρικού νευρικού συστήματος.Το εγκεφαλικό στέλεχος, στο οποίο μεταξύ άλλων έχει την έδρα του και το κέντρο της αναπνοής, βρίσκεται μεταξύ του προσθίου (του κυρίως) εγκεφάλου και του νωτιαίου μυελού.
Το εγκεφαλικό στέλεχος αποτελείται από:
α) τον μέσο εγκέφαλο,
β) τη γέφυρα του εγκεφάλου και
γ) τον προμήκη μυελό (βλ. Εικόνα 1).
Η ανεπανόρθωτη καταστροφή του εγκεφαλικού στελέχους συνεπάγεται:
α) την απώλεια της ικανότητας για αυτόνομη αναπνοή και
β) την αποδιοργάνωση των εγκεφαλικών ημισφαιρίων, με συνέπεια την απώλεια της δυνατότητας για διανοητική και συναισθηματική ζωή (ακόμα και αν δεν είχε υποστεί βλάβη ουπόλοιπος εγκέφαλος, από την αρχική αιτία, που οδήγησε στη νέκρωση του εγκεφαλικού στελέχους. Συνήθως, όμως, λόγω αυτής της αρχικής αιτίας, συνυπάρχει καταστροφή και εκτεταμένης περιοχής του υπολοίπου εγκεφάλου).
όπως καθορίζει η απόφαση 9 της 21ης Ολομέλειας του Κεντρικού Συμβουλίου Υγείας (ΚΕ.Σ.Υ.), που συνήλθε στις 20/3/85 και η οποία, μεταξύ άλλων, καθόρισε σαφώς τα κριτήρια ελέγχου της λειτουργικότητας του εγκεφαλικού στελέχους (βλ. τον παρακάτω Πίνακα).
Α. ΚΛΙΝΙΚΕΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ
1. Αντανακλαστικά εγκεφαλικού στελέχους
α) Οφθαλμο-κεφαλικό (κινήσεις οφθαλμών κούκλας – ΙΙΙ, IV, V )
β) Φωτοκινητικό (ΙΙ, ΙΙΙ)
γ) Του κερατοειδούς (V, VII)
δ) Αιθουσο-οφθαλμικό (III,VI, VIII)
ε) Αντανακλαστικές κινήσεις των μυών του προσώπου στον ισχυρό ερεθισμό οποιουδήποτε σημείου του σώματος (V, VII)
ζ) Φαρυγγολαρυγγικά (IX, X)
2. Δοκιμασία της άπνοιας
Β. ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΑΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
1. Εκτίμηση της αιματικής ροής εγκεφάλου (με αγγειογραφία ή ραδιοϊσοτοπικές τεχνικές)
2. Ηλεκτροεγκεφαλογράφημα
3. Προκλητά δυναμικά εγκεφαλικού στελέχους
(Oι λατινικοί αριθμοί, εντός των παρενθέσεων, αντιστοιχούν στις εγκεφαλικές συζυγίες, τις οποίες ελέγχουν τα ανωτέρω αντανακλαστικά. Η περιγραφή αυτών των κλινικοεργαστηριακών δοκιμασιών, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο διενεργούνται, ξεφεύγουν του σκοπού του παρόντος άρθρου. Εξ άλλου όλα αυτά ενδιαφέρουν μόνο τους γιατρούς).
Επομένως, ο θάνατος του εγκεφαλικού στελέχους δεν πρέπει να συγχέεται με την προαναφερθείσα «φυτική κατάσταση» (φλοιώδης θάνατος), κατά την οποία ναι μεν υπάρχει απώλεια των «υψηλότερων» εγκεφαλικών λειτουργιών, αλλά το εγκεφαλικό στέλεχος εξακολουθεί να λειτουργεί και να συντηρεί την αναπνοή και την κυκλοφορία.
Το άτομο «φυτό», εφόσον μπορεί να αναπνέει από μόνο του, δεν θεωρείται νεκρό και οι γιατροί θα προσπαθήσουν να το κρατήσουν στη ζωή, όσο είναι δυνατόν, με όλα τα μέσα που διαθέτουν. Βεβαίως, ύστερα από κάποιο χρονικό διάστημα, ο ασθενής θα καταλήξει σε θάνατο από πνευμονική εμβολή, υποστατική πνευμονία και πλήθος άλλων επιπλοκών, στις οποίες προδιαθέτει η «φυτική» κατάσταση. Επίσης, κατ’ ουδένα τρόπο πρέπει ο εγκεφαλικά νεκρός να αποκαλείται (όπως συνήθως ακούμε) κλινικά νεκρός.
Ενώ λοιπόν, για την ιατρική και τη νομική επιστήμη, ο θάνατος είναι ένας και ορίζεται ως «η ανεπανόρθωτη απώλεια της ικανότητας για συνείδηση, σε συνδυασμό με την ανεπανόρθωτη απώλεια της ικανότητας για αυτόματη αναπνοή», για τον περισσότερο κόσμο υπάρχουν αμφιβολίες διότι, η δυνατότητα, σε μερικές περιπτώσεις, τεχνητής υποστήριξης αναπνοής – κυκλοφορίας δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι ο άνθρωπος εξακολουθεί να ζει. (Δεν είναι, ομολογουμένως, εύκολο να κατανοήσει ο μη γιατρός ότι είναι νεκρό ένα άτομο του οποίου το σώμα είναι ζεστό, η αναπνοή του διατηρείται, έστω και τεχνητά, και η καρδιά του συνεχίζει να κτυπά).
Η σύνδεση του ήδη φορτισμένου συναισθηματικά όρου «εγκεφαλικός θάνατος» με τις μεταμοσχεύσεις δημιούργησε νέες αμφιβολίες και προσέθεσε νέα ερωτηματικά. Όμως, ο δρόμος για τις μεταμοσχεύσεις άνοιξε μόνο με αυτή τη δυνατότητα της σύγχρονης ιατρικής, δηλαδή, μετά από τη δημιουργία των ΜΕΘ, όταν για πρώτη φορά διαπιστώθηκε το φαινόμενο να είναι δυνατή η διατήρηση της αναπνοής και της κυκλοφορίας, για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα, σε ορισμένες περιπτώσεις θανάτου.
Στα ιατρικά χρονικά, δεν υπάρχει ούτε μία περίπτωση επανόδου στη ζωή ατόμου, που χαρακτηρίστηκε ως εγκεφαλικά νεκρό, σύμφωνα με τα διεθνώς παραδεκτά κριτήρια (πιστοποίησης του εγκεφαλικού θανάτου).
Εφόσον τεθεί η διάγνωση του εγκεφαλικού θανάτου, δεν έχει κανένα νόημα η περαιτέρω σύνδεση του νεκρού με τον αναπνευστήρα, εκτός από την περίπτωση που υπάρχει συναίνεση των συγγενών για δωρεά οργάνων του θανόντος, οπότε η αποσύνδεση μπορεί να καθυστερήσει, για λίγες ώρες ακόμα, έως ότου γίνει η αφαίρεση οργάνων.*
Πρέπει να τονιστεί ότι είναι καθοριστικής σημασίας η συγκατάθεση να ζητηθεί και να δοθεί από τους συγγενείς το συντομότερο δυνατόν, μετά από τη διαπίστωση του εγκεφαλικού θανάτου.
Όσο περνούν οι ώρες, παρά την τεχνητή διατήρηση της αναπνοής – κυκλοφορίας, δεν επιτυγχάνεται επαρκής οξυγόνωση των ιστών με αρνητικές επιπτώσεις στην ποιότητα και, άρα, στη βιωσιμότητα των προσφερομένων οργάνων και, τελικώς, σε σύντομο χρονικό διάστημα επέρχεται και η οριστική διακοπή της καρδιακής λειτουργίας (καρδιακός θάνατος), την οποία ο περισσότερος κόσμος θεωρεί ως ώρα του πραγματικού θανάτου του ατόμου. Πολλές φορές οι συγγενείς συγκατατίθενται στη δωρεά οργάνων αμέσως μετά από την επέλευση του καρδιακού θανάτου, αλλά τότε είναι πια αργά, διότι τα όργανα είναι ακατάλληλα προς μεταμόσχευση.
Σε αυτή την περίπτωση μόνο κερατοειδείς χιτώνες, δερματικά και οστικά μοσχεύματα μπορούν να ληφθούν.
Επομένως, πρέπει να καταστεί σαφές, ότι το χρονικό διάστημα, των λίγων ωρών ή ημερών, μεταξύ του εγκεφαλικού θανάτου, από πρωτοπαθή εγκεφαλική βλάβη (ρήξη εγκεφαλικού ανευρύσματος κ.τ.λ.), και της επερχόμενης, αναπόφευκτης, διακοπής της καρδιακής λειτουργίας δεν αποτελεί κάποια «γκρίζα ζώνη» διαβαθμίσεων θανάτου, κατά την οποία ο νεκρός είναι «τόσο νεκρός» όσο χρειάζεται, για να επιτραπεί η αφαίρεση ιστών και οργάνων, προς μεταμόσχευση, αλλά όχι και «τόσο πολύ νεκρός», εάν δεν τεθεί θέμα προσφοράς μοσχευμάτων.
Ο θάνατος, όπως προαναφέρθηκε, είναι ένας, και μόνο οι συνθήκες επέλευσής του και τα κριτήρια της πιστοποίησής του διαφέρουν (ανάλογα με την προηγηθείσα αιτία θανάτου).
Στο πλείστον των περιπτώσεων, που ο θάνατος επέρχεται από προηγηθείσα διακοπή της καρδιακής λειτουργίας, από οιαδήποτε αιτία, η πιστοποίησή του γίνεται, κυρίως, με το ηλεκτροκαρδιογράφημα, το οποίο συνεχίζει να δείχνει καρδιακή παύλα, δηλαδή, ευθεία (ισοηλεκτρική) γραμμή, παρά τις προσπάθειες ανάνηψης, τουλάχιστον για 10 ́ λεπτά της ώ- ρας.
Στις περιπτώσεις που ο ασθενής απεβίωσε σε ΜΕΘ από πρωτοπαθή εγκεφαλική βλάβη, ο θάνατος πιστοποιείται ή πρέπει πάντοτε να πιστοποιείται με τις δοκιμασίες (tests), που ελέγχουν τη λειτουργικότητα του εγκεφάλου, ανεξάρτητα από το εάν θα επακολουθήσει ή όχι μεταμόσχευση.
Συμπερασματικά, δυνητικός δότης** ιστών και συμπαγών οργάνων είναι μόνο το άτομο που απεβίωσε από πρωτοπαθή εγκεφαλική βλάβη και την ώρα του θανάτου του βρισκόταν σε ΜΕΘ, δηλαδή το νεκρό άτομο, του οποίου τα υπόλοιπα όργανα, πλην του εγκεφάλου, εξακολουθούν, για λίγο χρονικό διάστημα, να ζουν, διότι αιματώνονται (οξυγονώνονται) με τεχνητά μέσα.
Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις θανάτου από οποιαδήποτε αιτία και σε οποιονδήποτε άλλον, πλήν της ΜΕΘ χώρο δεν τίθεται θέμα δωρεάς οργάνων, παρά μόνον ιστών, οι οποίοι όμως πρέπει να αφαιρεθούν εντός 8 -10 ωρών, αν και αυτό είναι πρακτικά ανέφικτο, για διάφορους λόγους.
(Οι δότες οργάνων, οι οποίοι απεβίωσαν σε ΜΕΘ από εγκεφαλική βλάβη και των οποίων η καρδιακή λειτουργία συντηρείται, τεχνητά, αποκαλούνται διεθνώς heart-beating-donors, δηλ., οι δότες των οποίων η καρδιά «κτυπά». Σε πολλές χώρες, τα τελευταία χρόνια, καταβάλλονται προσπάθειες για χρησιμοποίηση νεφρών και από δότες που πεθαίνουν σε νοσοκομεία όχι μόνον από εγκεφαλική βλάβη, αλλά και από άλλες αιτίες και των οποίων η καρδιακή λειτουργία δεν μπορεί να διατηρηθεί με τεχνητό τρόπο. Είναι οι αποκαλούμενοι non-heart- beating-donors.
Αυτή η εναλλακτική λύση, η οποία μπορεί να αυξήσει κατά πολύ τις μεταμοσχεύσεις νεφρού (διότι είναι κοινωνικά ευκολότερα αποδεκτή και προκαλεί λιγότερους προβληματισμούς και ηθικούς ενδοιασμούς, για δωρεά οργάνων, στους συγγενείς των δοτών) και η οποία δεν ισχύει, επί του παρόντος, για άλλα όργανααπαιτεί πολλές προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων η άρτια διοργάνωση του μεταμοσχευτικού προγράμματος της χώρας και η ευαισθητοποίηση του ιατρικού – παραϊατρικού προσωπικού, διότι οι νεφροί του δότη πρέπει να αφαιρεθούν αμέσως ύστερα από τη διακοπή της καρδιακής λειτουργίας του, διαφορετικά καταστρέφονται πολύ γρήγορα από την έλλειψη οξυγόνου.)
Εξυπακούεται ότι στην περίπτωση του δυνητικού δότη θα γίνει κλινικός και εργαστηριακός έλεγχος για να αποκλειστούν τυχόν άλλες συνυπάρχουσες παθολογικές καταστάσεις, όπως νεοπλάσμστα, AIDS και διάφορα άλλα μεταδοτικά και μη νοσήματα, που αποτελούν απόλυτη αντένδειξη για δωρεά οργάνων και ιστών. Επίσης, από τις μετα- μοσχευτικές ομάδες θα κριθεί βάσει παρακλινικών εξετάσεων, η καταλληλότητα ή όχι των προσφερομένων οργάνων. Ένας βαρύς καπνιστής, 50 ετών, π.χ., μπορεί να είναι ακατάλληλος δότης καρδιάς και πνευμόνων, αλλά κατάλληλος για δωρεά ήπατος, παγκρέατος, νεφρών και ιστών.
Τα συμπαγή όργανα μετά από την αφαίρεσή τους, μεταφέρονται κάτω από συνθήκες ασηψίας και κατάλληλης θερμοκρασίας και μεταμοσχεύονται εντός καθορισμένου χρονικού διαστήματος, διαφορετικά αφενός δεν πρόκειται να λειτουργήσουν και αφετέρου θα οδηγήσουν στον θάνατο τους λήπτες καρδιάς, πνευμόνων και ήπατος ή θα θέσουν σε πολύ μεγάλο κίνδυνο τη ζωή των ληπτών νεφρού ή παγκρέατος. Συγκεκριμένα, ύστερα από την αφαίρεση, η καρδιά και οι πνεύμονες μεταμοσχεύονται μέσα σε 2-5 ώρες,το ήπαρ μέχρι 8-10 ώρες και οι νεφροί μέχρι 48 ώρες το ανώτερο. Πάντως, όσο πιο γρήγορα γίνεται η μεταμόσχευση, τόσο καλύτερη είναι η ποιότητα του μοσχεύματος. Τα ιστικά μοσχεύματα (δερματικά, οστικά, κερατοειδείς), μετά από κατάλληλη επεξεργασία τους, μπορούν να συντηρηθούν επ’ αόριστον.
Κατά καιρούς έρχονται στο φως της δημοσιότητας διάφορα απίθανα και ανατριχιαστικά πράγματα για εγκληματικές ενέργειες εναντίον ατόμων σε ερημικές τοποθεσίες και άλλα πολλά, για αφαίρεση οργάνων, τα οποία εν συνεχεία διατηρούνται σε ειδικούς «καταψύκτες» για να πουληθούν και να μεταμοσχευτούν.
Όποιος γνωρίζει τις ανωτέρω προϋποθέσεις, που απαιτούνται για να γίνει μία μεταμόσχευση, απορρίπτει τέτοιου είδους ανεύθυνες καταγγελίες, οι οποίες παρ’ότι εξαφανίζονται, ως ανυπόστατες, ύστερα από 1 – 2 ημέρες, τόσο πιο αθόρυβα όσο πιο κραυγαλέα εισήλθαν στο προσκήνιο, έχουν ολέθριες επιπτώσεις στη δωρεά οργάνων.
Η γνώση είναι δύναμη και γι ́ αυτό απαιτείται συνεχής ενημέρωση, μέσα από υπεύθυνα, συστηματικά, και όχι αποσπασματικά, σε όλα τα επίπεδα, εκπαιδευτικά προγράμματα, τα οποία θα διαλύσουν τους μύθους γύρω από τις μεταμοσχεύσεις και θα ευαισθητοποιήσουν το ευρύ κοινό για την αξία της προσφοράς ιστών και οργάνων. Εκατοντάδες άτομα πεθαίνουν κάθε χρόνο σε ΜΕΘ, από βαριά πρωτοπαθή εγκεφαλική βλάβη, των οποίων τα όργανα θα μπορούσαν να σώσουν πολλούς από βέβαιο θάνατο και άλλους να βελτιώσουν κατά πολύ την ποιότητα της ζωής τους.
Η έκκληση για προσφορά δεν προκαλεί πρόσθετο πόνο στους συγγενείς. Εκτεταμένες έρευνες έχουν αποδείξει ότι ισχύει, τουλάχιστον, μακροπρόθεσμα, το αντίθετο. Η αίσθηση ότι τα όργανα του αγαπημένου τους προσώπου που απεβίωσε, δίνουν δυνατότητα ζωής στον πάσχοντα συνάνθρωπο απαλύνει τον πόνο τους.
Είμαστε η πρώτη χώρα στην Ευρώπη σε ανθρωποθυσία στον Μολώχ της ασφάλτου, με 2 – 2.5 χιλιάδες νεκρούς κάθε χρόνο, από τροχαία δυστυχήματα, και οι τελευταίοι στις μεταμοσχεύσεις. Η ακατανόητη αυτή απώλεια, ιδίως νέων ατόμων, θα ήταν λιγότερο άσκοπη αν ξεπερνούσαμε τις προκαταλήψεις μας και δίναμε τη συγκατάθεσή μας για δωρεά ιστών και οργάνων (20 – 30% αυτών των νεκρών πληρούν τα κριτήρια του δυνητικού δότη και θα υπερκάλυπταν τις μεταμοσχευτικές ανάγκες της χώρας).
Ο Χριστιανισμός, ο Ινδουισμός, ο Βουδισμός, ο Ιουδαϊσμός και πολλές άλλες θρησκείες θεωρούν τη δωρεά οργάνων ως μεγάλη συνεισφορά στον βωμό της αγάπης προς τον συνάνθρωπο και ως προσωπική απόφασή μας να γίνουμε δότες.
Μερικές θρησκείες, οι οποίες μέχρι πρότινος είχαν επιφυλάξεις ως προς την αποδοχή του εγκεφαλικού θανάτου, ως του πραγματικού θανάτου του ατόμου, αναθεωρούν, η μία μετά την άλλη, αυτή τη στάση τους. Για παράδειγμα ο Σιντοϊσμός στην Ιαπωνία, λίαν προσφάτως, δεν αντιτάχθηκε στη νομοθετική ρύθμιση, που επιτρέπει τις μεταμοσχεύσεις από εγκεφαλικά νεκρούς δότες, αν και αυτό δεν είναι ακόμα, κοινωνικά, ευρέως αποδεκτό.
* Η αποσύνδεση από τον αναπνευστήρα, σε αυτή την περίπτωση δεν έχει καμιά σχέση με την ευθανασία, όπως πολλοί θεωρούν, διότι δεν μπορεί να γίνει «ευθανασία» σε ένα ήδη νεκρό άτομο. Τέτοιο θέμα είναι δυνατόν να προκύψει σε άλλες περιπτώσεις μηχανικής (τεχνητής) υποστήριξης της αναπνοής, όπως, π.χ., στην πλήρη, μη αναστρέψιμη, τετραπληγία, από διατομή του νωτιαίου μυελού, οποιασδήποτε αιτολογίας, στο ύψος της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης, η οποία έχει ως επακόλουθο την παράλυση του ασθενούς από τον αυχένα και κάτω και, ως εκ τούτου, την απόλυτη αδυναμία του για αυτόνομη αναπνοή, λόγω παραλύσεως και των αναπνευστικών μυών. Όμως, ο πάσχων από τετραπληγία είναι βαρύτατα ασθενής και όχι νεκρός, διότι ο εγκέφαλός του (στον οποίο έχει τη βιολογική της έδρα η ανθρώπινη προσωπικότητα), εφόσον είναι ανέπαφος, εξακολουθεί να λειτουργεί. Το πρόβλημα της ευθανασίας (είτε «ενεργητικής» είτε «παθητικής») που κατά καιρούς έρχεται στο προσκήνιο, είναι σύνθετο και πολύπλοκο και δεν μπορεί να λυθεί εύκολα με ένα ναι ή όχι. Τα υπέρ και κατά της επιχειρηματολογίας, που προβάλλεται από τους υποστηρικτές της κάθε άποψης, είναι πολλά και σοβαρά και αποτελούν αντικείμενο ξεχωριστού άρθρου. Θα παραθέσω μόνο τα κάτωθι: Ο γιατρός, βεβαίως, είναι ταγμένος, μέχρι την τελευταία στιγμή, να δίνει τις μάχες του εναντίον της αρρώστιας και του θανάτου, εξαντλώντας κάθε δυνατότητα, που του προσφέρει η επιστήμη του, ακόμα και όταν έχει χαθεί πλέον κάθε ελπίδα για τον ασθενή. Από την άλλη πλευρά, όμως, η εξέλιξη της ιατρικής τεχνολογίας, ιδίως τα τελευταία χρόνια, έχει οδηγήσει στην πλήρη «ιατρικοποίηση» του θανάτου. Κανείς δεν πεθαίνει πια στο σπίτι του, έχοντας τη συμπαράσταση των συγγενών και των φίλων του, αλλά μέσα σε «ψυχρούς» θαλάμους ΜΕΘ, γεμάτους με μηχανήματα και συναγερμούς, που θυμίζουν εργαστήρια της NΑΣΑ. Η τεχνοκρατική ιατρική είναι δυνατόν, πολλές φορές, να κρατήσει στη ζωή, για μέρες ή μήνες, ασθενείς οι οποίοι είναι, πέραν πάσης αμφιβολίας, καταδικασμένοι σε θάνατο, υποβάλλοντας όχι μόνον αυτούς, αλλά και τους συγγενείς τους σε φοβερές, απίστευτες ταλαιπωρίες (όχι σπάνια, κυριολεκτικά, διαλύονται οικογένειες), με συνέπεια, να εγείρονται ηθικά, φιλοσοφικά, κοινωνικά και πολλά άλλα προβλήματα. Οι γιατροί, ιδίως οι νοσοκομειακοί, βιώνοντας, συνεχώς, τον ανθρώπινο πόνο, βρίσκονται, σχεδόν καθημερινά, απέναντι σε αυτό το δίλημμα. Ποιά είναι η ποιότητα της ζωής αυτού του ασθενούς, η αξιοπρέπειά του ως ατόμου, ο οποίος φέρει διάφορους καθετήρες, τρέφεται παρεντερικά, υποβάλλεται σε απανωτές χειρουργικές επεμβάσεις, ακτινοβολίες, χημειοθεραπείες και μύρια όσα άλλα μαρτύρια, με μόνο σκοπό μια πολύ μικρή παράταση της ζωής του; Η παρεμβατική ιατρική κάνει θαύματα σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Οι μεταμοσχεύσεις ιστών και οργάνων, οι επεμβάσεις παράκαμψης (by-pass), η αιμοκάθαρση, και πλείστες όσες άλλες θεραπευτικές παρεμβάσεις αποκατάστασης και υποκατάστασης το αποδεικνύουν καθημερινά. Πρέπει, όμως, ή δεν πρέπει να υπάρξουν όρια στην παρέμβαση στις ανίατες καταστάσεις, ποιός θα τα καθορίσει, με ποιά κριτήρια και ποιός θα μας προφυλάξει από την κατάχρηση και την υπέρβαση, παρά τις όποιες καλές προθέσεις του νομοθέτη; |
**Ο δότης δεν πρέπει να συγχέεται με τον δωρητή. Δωρητής είναι το άτομο που έχει δηλώσει γραπτώς την επιθυμία του να γίνει δότης ιστών και οργάνων, ύστερα από τον θάνατό του, εφόσον υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, και, ως εκ τούτου, είναι κάτοχος της σχετικής κάρτας. Από εκατοντάδες δωρητές, τελικά, ένας θα γίνει δότης (η αναλογία δεν είναι 1 προς 1), διότι η πιθανότητα θανάτου, κάτω από τις προαναφερθείσες συνθήκες, είναι, σχετικά, πολύ μικρή. Επίσης, πολλοί δότες δεν υπήρξαν ποτέ, τυπικά, δωρητές. Έγιναν δότες, διότι οι συγγενείς έδωσαν τη συγκατάθεσή τους, θεωρώντας, ότι το προσφιλές πρόσωπο που απεβίωσε (και του οποίου γνώριζαν τις φιλοσοφικές και τις άλλες περί ζωής απόψεις του) δεν θα είχε αντίρρηση στην προσφορά μοσχευμάτων. |
ΠΗΓΗ: Αντώνης Λαγγουράνης, Νεφρολόγος