Οι δύο βασικοί δείκτες στους οποίους δίνουν έμφαση οι γιατροί για να μετρήσουν την επάρκεια της αιμοκάθαρσης είναι ο Kt/V και URR.
Ο Kt/V είναι ο πιο ακριβής δείκτης μέτρησης επάρκειας της αιμοκάθαρσης και ουσιαστικά αποτελεί σύγκριση της ποσότητας του υγρού που «καθαρίζεται» από την ουρία σε κάθε συνεδρία, ως προς την ποσότητα των υγρών στο σώμα, ενώ λαμβάνει υπόψιν και άλλους παράγοντες όπως την απώλεια βάρους κατά την αιμοκάθαρση. Η δείκτης Kt/V πρέπει να κυμαίνεται στο 1.2
O URR είναι ο υπολογισμός του ποσοστού μείωσης ουρίας (Urea Reduction Ratio) και για να υπολογιστεί γίνεται αιματοληψία πριν και μετά την αιμοκάθαρση και στη συνέχεια συγκρίνονται τα ποσοστά ουρίας στα δύο αποτελέσματα.
Το επιθυμητό ποσοστό μείωσης ουρίας μετά την αιμοκάθαρση πρέπει να κυμαίνεται στο 65%.
Σε περίπτωση που τα αποτελέσματα αυτών των εξετάσεων δείξουν ότι η αιμοκάθαρση δεν επαρκεί, τότε θα πρέπει ο γιατρός να ελέγξει ότι όλα λειτουργούν σωστά με το μηχάνημα και το φίλτρο, να επανεξετάσει το χρόνο θεραπείας του ασθενούς ή να διερευνήσει τυχόν προβλήματα που μπορεί να προέκυψαν μετά την τοποθέτηση της αρτηριοφλεβικής επικοινωνίας.
Πέρα από τους παραπάνω σαφείς δείκτες, η ποιότητα της αιμοκάθαρσης διαφαίνεται δευτερευόντως και στην μεταβολή της αρτηριακής πίεσης του ασθενούς, αλλά και από τα αποτελέσματα εργαστηριακών εξετάσεων που μας δείχνουν το κάλιο, την κρεατινίνη, το φώσφορο και την αλβουμίνη στο αίμα.
Εάν όλα τα προαναφερθέντα στοιχεία είναι σε καλά επίπεδα, τότε η αιμοκάθαρση λειτουργεί αποτελεσματικά.