Ωστόσο, ακριβώς επειδή η σειρά είναι τόσο δημοφιλής -και χωρίς να αποκαλύπτει στοιχεία από την πλοκή-, η προϊσταμένη παρακολούθησης και συντονισμού μεταμοσχευτικής διαδικασίας του Εθνικού Οργανισμού Μεταμοσχεύσεων (ΕΟΜ), κ. Γιούλη Μενουδάκου ξεκαθαρίζει ότι:
Πρώτα από όλα, όργανα λαμβάνονται από ασθενείς που αποβιώνουν ενώ βρίσκονται διασωληνωμένοι σε μια Μονάδα Εντατικής Θεραπείας. Αυτό σημαίνει ότι λόγω της διασωλήνωσης υποστηρίζεται η λειτουργία των οργάνων του σώματος με τεχνητά μέσα, καθώς ο εγκέφαλος είναι νεκρός» λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Μενουδάκου.
Η διαδικασία δηλαδή ξεκινά άμεσα και είναι εξαιρετικά απαιτητική αφού «άπαξ και σταματήσει η καρδιά, μέσα σε ελάχιστα λεπτά τα όργανα είναι μη μεταμοσχεύσιμα, καθώς δεν πρόλαβαν να εκπλυθούν με ειδικά διαλύματα. Η έκπλυση να φανταστείτε γίνεται εν όσο τα όργανα λειτουργούν μέσα στο σώμα του δότη.
Στη συνέχεια αφαιρούνται με πολύ εξειδικευμένες χειρουργικές τεχνικές ανά όργανο, σε ένα χειρουργείο που μπορεί να πάρει και πάνω από 6 ώρες. Συντηρούνται μέσα σε ειδικά υγρά και τοποθετούνται με ειδικό τρόπο μέσα σε δοχεία με πάγο και έχουν και συγκεκριμένο χρόνο που μπορούν να συντηρηθούν.
Σε κάποιες περιπτώσεις μπορούν να αφαιρεθούν όργανα και από δότη με μη πάλλουσα καρδιά, αλλά αυτό γίνεται απόλυτα ελεγχόμενα, μόνο μέσα σε νοσοκομειακό περιβάλλον που διαθέτει ειδικό εξοπλισμό συντήρησης των οργάνων» εξηγεί η προϊσταμένη του ΕΟΜ. Πρακτικά, όλες αυτές οι προϋποθέσεις σημαίνουν ότι όχι, οι μεταμοσχεύσεις δεν μπορούν να γίνουν όπως στην τηλεόραση και, άρα, κανείς δεν κινδυνεύει από τέτοιου είδους επιθέσεις, όπως στην τηλεόραση.
Επιπλέον, προκειμένου να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ένα όργανο, όπως εξηγεί η κ. Μενουδάκου, «παράλληλα με τον χρόνο της αφαίρεσης, τρέχουν ειδικές αιματολογικές εξετάσεις ιστοσυμβατότητας του δότη με τους υποψήφιους λήπτες, ενώ οι λήπτες έχουν ήδη αρχίσει να προετοιμάζονται χειρουργικά για τις μεταμοσχεύσεις.
Όλη η παραπάνω διαδικασία, είναι μια πολύπλοκη και ιδιαίτερα απαιτητική αλυσίδα ιατρικών και συντονιστικών πράξεων, με το χαρακτήρα του επείγοντος, που εμπλέκει δεκάδες εξειδικευμένους επαγγελματίες υγείας σε διαφορετικές δομές και γίνεται μόνο μέσα στο πλαίσιο και με την υποστήριξη όλου του Συστήματος Υγείας, υπό τον συντονισμό των Οργανισμών Μεταμοσχεύσεων κάθε χώρας».
Αλλά ακόμα και με τον όρο «εμπόριο οργάνων», όπως εξηγεί η ίδια, «εννοούμε την αγοραπωλησία που γίνεται σε χώρες χωρίς σχετικό απαγορευτικό νομικό πλαίσιο, με δότες που οικειοθελώς δίνουν ένα όργανό τους (κυρίως νεφρό), έναντι οικονομικού ανταλλάγματος».
Ενώ το σήριαλ δημιουργεί λανθασμένες εντυπώσεις γύρω από τις μεταμοσχεύσεις και τη δωρεά οργάνων, υπάρχει μεγάλη ανάγκη για ενημέρωση και ευαισθητοποίηση καθώς η Ελλάδα «δυστυχώς, είναι από τις τελευταίες χώρες στον ευρωπαϊκό χάρτη των μεταμοσχεύσεων, εις βάρος της επιβίωσης των ασθενών μας.
Λιγότεροι δότες σημαίνει λιγότεροι άνθρωποι που καταφέρνουν να βγουν νικητές. «Αν ήμασταν στον μέσο όρο θα είχαμε περί τους 200 αποβιώσαντες δότες ετησίως, αντί για 50 που έχουμε τώρα. Οι 200 δότες οδηγούν σε 700 μεταμοσχεύσεις ετησίως, ενώ οι 50 μόλις σε 175. Την ώρα που εν αναμονή στη χώρα μας βρίσκονται 1.300 ασθενείς».
ο πρόβλημα, όμως, σύμφωνα με την προϊσταμένη του ΕΟΜ είναι πολυπαραγοντικό, γιατί «για τους χαμηλούς δείκτες δωρεάς δεν ευθύνεται τόσο κόσμος, όσο οι αδυναμίες του συστήματος υγείας μας και συγκεκριμένα των ΜΕΘ, στην προ covid εποχή, να υποστηρίξουν μια τόσο δύσκολη και απαιτητική διαδικασία, όσο η δωρεά οργάνων. Φυσικά η ελλιπής ενημέρωση του κόσμου, δεν βοηθά την κατάσταση, καθώς ρίχνει ένα πέπλο άγνοιας και καχυποψίας, πάνω στο οποίο βρίσκουν γόνιμο έδαφος αντιλήψεις περί της αφαίρεσης οργάνων, όπως αυτή που παρουσιάζει το εν λόγω σίριαλ».
Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ένας μέσος χρόνος αναμονής είναι τα 2 χρόνια» τονίζει η κ. Μενουδάκου.
Πάντως, παγκοσμίως η ζήτηση είναι μεγαλύτερη από την προσφορά και «η ψαλίδα μεταξύ προσφερόμενων οργάνων και ασθενών εν αναμονή είναι μεγάλη». Και εάν νομίζουμε ότι το πρόβλημα δε μας αφορά, η κ. Μενουδάκου ενημερώνει ότι «στατιστικά είναι πιο πιθανό ένας άνθρωπος να χρειαστεί μεταμόσχευση οργάνου κάποια στιγμή στη ζωή του, παρά να καταλήξει υπό συνθήκες που να μπορέσει να γίνει δότης οργάνων. Άρα ίσως μας αφορά όλους περισσότερο από όσο νομίζουμε».
Εάν κάποιος επιθυμεί να γίνει δωρητής, «το πιο σημαντικό είναι να έχει ενημερώσει τους οικείους του για την πρόθεσή του αυτή. Όταν η οικογένεια γνωρίζει τις επιθυμίες του εκλιπόντος, τις σέβεται και τις εκπληρώνει.
Επίσης, μπορεί να αποκτήσει την Κάρτα Δωρητή Οργάνων, που εκδίδεται από τον Εθνικό Οργανισμό Μεταμοσχεύσεων, αφού το αιτηθεί ο ίδιος μέσα από το site www.eom.gr» εξηγεί η κ. Μενουδάκου. Όμως, η δωρεά οργάνων μπορεί να είναι μια πράξη αγάπης και προσφοράς και όσο κάποιος βρίσκεται στη ζωή και, μάλιστα, «άνθρωποι που δωρίζουν το ένα τους νεφρό σε συγγενή ή φίλο τους, έχουν, ως επί το πλείστον, μια απόλυτα φυσιολογική ζωή.
Στην Ελλάδα δεν υπάρχει καμία περίπτωση να αφαιρεθούν τα όργανα κάποιου χωρίς την συγκατάθεση του ίδιου ή των αγαπημένων του απαντά κατηγορηματικά η κ. Μενουδάκου, προσθέτοντας ότι «για να αφαιρεθούν όργανα από αποβιώσαντα δότη οργάνων, θα πρέπει είτε ο ίδιος να διαθέτει τη κάρτα δωρητή, είτε να συναινέσουν ενυπόγραφα οι συγγενείς του.
Στη πράξη, ακόμα και κάρτα δωρητή να έχει, θα συζητήσουμε με τους συγγενείς του τη δυνατότητα της δωρεάς, καθώς σεβόμαστε ότι βρίσκονται σε μια πολύ δύσκολη στιγμή, έχοντας χάσει τον άνθρωπό τους. Να πως όμως εδώ, ότι ουδέποτε έχει αρνηθεί οικογένεια ανθρώπου που είχε κάρτα δωρητή».
«Όσον αφορά τις λίστες αναμονής, το πρώτο που κάνει μια χώρα που συστήνει προγράμματα μεταμοσχεύσεων οργάνων είναι η διασφάλιση της προσβασιμότητας και της ίσης μεταχείρισης των ασθενών που χρήζουν μεταμόσχευσης.
Επιπλέον, σύμφωνα με την προϊσταμένη του ΕΟΜ, δεν υπάρχει καμία περίπτωση να μπει σε προτεραιότητα η ζωή του ασθενούς σε αναμονή για δωρεά, έναντι αυτής του δότη όσο είναι εν ζωή. Όπως τονίζει η κ. Μενουδάκου, «εάν χαθεί η δημόσια εμπιστοσύνη στο σύστημα, δεν θα έχουμε και δότες οργάνων.
Για το λόγο αυτό υπάρχουν διεθνώς ψηφιακά και αδιάβλητα συστήματα κατανομών οργάνων, τα οποία βάσει συγκεκριμένων αλγορίθμων συγκρίνουν τα χαρακτηριστικά των δοτών με τους υποψήφιους λήπτες και ιεραρχούν τους ασθενείς», εφόσον υπάρχει διαθέσιμο όργανο.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Σοφία Μανδηλαρά