Χρειάζεται άμεση αλλαγή και αντικατάσταση των διαλυμάτων της αιμοκάθαρσης, και παρεμβάσεις μείωσης του Καλίου. Η ανακατανομή του Kαλίου που συμβαίνει κατά την διάρκεια της αιμοκάθαρσης, (μετακίνηση Kαλίου από το εξωκυττάριο στο ενδοκυττάριο διαμέρισμα), αναγνωρίζεται σήμερα ως η πλέον συνήθης αιτία της υποκαλιαιμίας.
Η συγκέντρωση του Kαλίου των ασθενών σε αιμοκάθαρση εξαρτάται από την ποσότητα του Kαλίου:
O σκοπός της απομάκρυνσης του Kαλίου με την αιμοκάθαρση είναι να αφαιρεθεί η ποσότητα του Kαλίου, η οποία προστέθηκε στον οργανισμό στο διάστημα μεταξύ δυο διαδοχικών συνεδριών αιμοκάθαρσης.
Διάβασε επίσης: Πίνακας τροφών και η περιεκτικότητά τους σε Κάλιο
Η συνολική ποσότητα του Kαλίου που απομακρύνεται κατά τη διάρκεια της συνεδρίας της αιμοκάθαρσης κυμαίνεται από 80-140 mmol/L.
Έτσι λοιπόν από την αρχική υπερκαλιαιμία που έχει ο ασθενής πριν την αιμοκάθαρση, μπορεί εύκολα να μεταπηδήσει σε μία υποκαλιαιμία από την περεταίρω αφαίρεση του καλίου κατά την διάρκεια της συνεδρίας.
Διάβασε επίσης: Κάλιο εχθρός και φίλος ταυτόχρονα!
Όσον αφορά το Nάτριο, (Νa+), η σημασία προσδιορισμού του ακριβούς μεγέθους της κλίσης συγκέντρωσής του στην προσπάθεια να απομακρυνθεί ολόκληρη η ποσότητα του Νατρίου η οποία έχει κατακρατηθεί στον οργανισμό στο χρονικό διάστημα μεταξύ δύο συνεδριών αιμοκάθαρσης, έγκειται στο ότι, η πρόσληψη Nατρίου και κατ’ επέκταση του νερού παρουσιάζει συνεχείς διακυμάνσεις ανάλογα με την καθημερινή διατροφή. Έτσι θα πρέπει να τροποποιούνται οι συνταγογραφούμενες συνθήκες αιμοκάθαρσης ανάλογα με την ημερήσια πρόσληψη του Νατρίου.
Στην ισονατρική αιμοκάθαρση δεν παρατηρείται μετακίνηση Νατρίου, ενώ στην υπονατρική και στην υπερνατρική παρατηρείται μετακίνηση Νατρίου από και προς τον ασθενή αντίστοιχα.
Η υπερνατρική αιμοκάθαρση, [DNa+ από 143 έως 145 mmol/L], χρησιμοποιείται περισσότερο σήμερα με στόχο την αποφυγή αφενός μεγάλης απώλειας Νατρίου από τον ασθενή και αφετέρου για την διατήρηση αιμοδυναμικής σταθερότητας.
Η μείωση του Νατρίου, (με παράλληλη μείωση και της ενδοκυττάριας συγκέντρωσης Νατρίου), περισσότερο από 7 mmol/L, δηλαδή υπονατρική αιμοκάθαρση, πυροδοτεί την ρήξη της ωσμωτικής και ηλεκτροχημικής ισορροπίας, η οποία εκδηλώνεται αφενός από συμπτώματα υπονατριαιμίας, και αφετέρου από την αιμόλυση των ερυθροκυττάρων σε μεγάλο βαθμό, με συνακόλουθα την υποξαιμία και την υπερκαλιαιμία.
Η υπερνατρική αιμοκάθαρση, με την αποφυγή εμφάνισης υπότασης, συμβάλει θετικά στην αιμοδυναμική σταθερότητα των ασθενών, αποτρέποντας παράλληλα και την ανάπτυξη του συνδρόμου ρήξης της ωσμωτικής ισορροπίας.
Ωστόσο, οι ασθενείς αυτοί εγκαταλείπουν τις μονάδες αιμοκάθαρσης σχετικά υπερνατριαιμικοί με αποτέλεσμα αυξημένο αίσθημα της δίψας.
Αυτό με την σειρά του οδηγεί σε αύξηση του σωματικού βάρους στο χρονικό διάστημα μεταξύ δύο συνεδριώναιμοκάθαρσης. Θα πρέπει λοιπόν να διατηρείται η «ισορροπία του Νατρίου», που είναι η κατάσταση εκείνη του οργανισμού κατά την οποία δεν παρατηρούνται σημεία και συμπτώματα υπερυδάτωσης ή αφυδάτωσης.
ΠΗΓΗ: HEALTH AND RESEARCH JOURNAL, Γεωργιάδης Γεώργιος, Νοσηλευτής,ΤΕ, MSc(c), Καδδά Όλγα.Νοσηλεύτρια, PhD.