Φετβατζής Αντώνιος, Νοσηλευτής Τ.Ε., Μονάδα Περιτοναϊκής Κάθαρσης, Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο Λάρισας
Οι προσπάθειες έγιναν σε άτομα με ανακαταστολή έχοντας ως δότες διάφορα θηλαστικά χωρίς όμως κάποιο αποτέλεσμα, καθώς οι λήπτες κατέληξαν εντός λίγων ωρών. Το 1954 πραγματοποιήθηκε από το χειρουργό Murray σε συνεργασία με το νεφρολόγο Merill, η πρώτη επιτυχήμενη προσπάθεια ανάμεσα σε δίδυμα, όπου ο λήπτης έζησε πάνω από 2 δεκαετίες.
Δότες μοσχεύματος μπορεί να είναι Πτωματικοί δότες (αφού πιστοποιηθεί ο εγκεφαλικός θάνατος και προσφερθεί το μόσχευμα για δωρεά). Σε πολλές χώρες του εξωτερικού, για να αυξηθούν τα μοσχεύματα, μπορεί να ληφθεί μόσχευμα και μετά από διακοπή της καρδιακής λειτουργίας.
Επίσης δότες μπορεί να είναι Ζώντες, σε αυτή την περίπτωση έχουμε καλύτερα αποτελέσματα στην επιβίωση του λήπτη και του μοσχεύματος σε σχέση με τον πτωματικό δότη.
Ζώντες δότες μοσχεύματος μπορούν να γίνουν συγγενείς μέχρι 4ου βαθμού εξ αίματος ή μέχρι 2ου βαθμού εξ αγχιστείας.
Επίσης δότης μπορεί να γίνει πρόσωπο που έχει σχέση ή συνδέεται συναισθηματικά με το λήπτη. Σε αυτή την περίπτωση απαιτείται άδεια με δικαστική απόφαση.
Ο υποψήφιος λήπτης νεφρικού μοσχεύματος, που έχει ολοκληρώσει επιτυχώς τον προμεταμοσχευτικό του έλεγχο, πηγαίνει στην μονάδα μεταμοσχεύσεων οργάνων για να προετοιμαστεί για την επέμβαση. Η προεγχειρητική ετοιμασία του αρρώστου στο στάδιο αυτό περιλαμβάνει:
Αμέσως μετά την έξοδο του ασθενή από το χειρουργείο γίνεται σύνδεση με μηχανικό αναπνευστήρα (εάν κριθεί απαραίτητο) ή χορήγηση οξυγόνου (ανάλογα των αναγκών του ασθενή). Σύνδεση με μονιτορ (Ηλεκτροκαρδιογράφημα, σφύξεις, αρτηριακή πίεση, κορεσμός οξυγόνου, αναπνοές και θερμοκρασία).
Τέλος γίνεται καταγραφή και σύνδεση παροχετεύσεων (levin, folley, παροχέτευση τραύματος). Έλεγχος και καταγραφή γραμμών (κεντρικές – περιφερικές). Έλεγχος χορηγούμενων διαλυμάτων και έλεγχος χειρουργικού τραύματος.
Τη δεύτερη μετεγχειρητική μέρα γίνεται αφαίρεση του levin και έγερση του ασθενούς παρά την κλίνη. Αποφεύγουμε την καθιστική θέση για πολύ ώρα λόγω πιθανής αναδίπλωσης του ουροκαθετήρα, με κίνδυνο να εξασκηθεί τάση στα σημεία αναστόμωσης και να περιστραφεί το μόσχευμα. Ο ουροκαθετήρας αφαιρείται με καθυστέρηση 10 έως 14 ημερών, ώστε να μην αυξάνεται η ενδοκυστική πίεση, που μπορεί να προκαλέσει διαφυγή ούρων.
Οι λόγοι της έγκαιρης κινητοποίησης είναι η καλύτερη αναπνευστική λειτουργία, η μείωση του μετεγχειρητικού πόνου, η πρόληψη θρομβοεμβολικών επεισοδίων, η κινητοποιήση του εντέρου και η συντόμευση του χρόνου επιστροφής σε πλήρη δίαιτα.
Εμφάνιση λοίμωξης στο ουροποιητικό: Οι ουρολογικές επιπλοκές παρουσιάζονται σε ποσοστό περίπου 5%. Αίτια είναι η ισχαιμία του ουρητήρα, η βλάβη του περιφερικού τμήματος του ουρητήρα κατά τη λήψη του οργάνου και τεχνικά σφάλματα κατά την εμφύτευσή του στην κύστη. Τα συμπτώματα της διαφυγής ούρων είναι πυρετός, πόνος, οίδημα στη θέση του μοσχεύματος, αυξημένη τιμή κρεατινίνης, και μειωμένη παραγωγή ούρων.
Επίσης λοίμωξη μπορούμε να έχουμε στο αναπνευστικό. Για να αποφευχθούν οι πνευμονικές διαταραχές ο ασθενής ενθαρρύνεται να βήχει, να αναπνεέι βαθιά και να αλλάζει συχνά θέση. Ο έλεγχος του αναπνευστικού συστήματος γίνεται με καθημερινή κλινική εξέταση, ακτινογραφία θώρακος, εκτίμηση αερίων αίματος και καλλιέργειας πτυέλου.
Τέλος, εμφάνιση της λοίμωξης μπορεί να έχουμε στο χειρουργικό τραύμα, την παροχέτευση αυτού και τους ενδοαγγειακούς καθετήρες.
Σε μερικές χώρες γίνεται ταχεία έξοδος του ασθενούς από το νοσοκομείο, ακόμα και πριν λειτουργήσει το μόσχευμα με στόχο την αποφυγή ενδονοσοκομειακής λοίμωξης. Ο ασθενής προσέρχεται καθημερινά σε εξωτερικό ιατρείο για εξετάσεις.
Τα συμπτώματα της απόρριψης μοσχεύματος είναι η γενική αδιαθεσία, η δίογκωση και υπερευαισθησία του μοσχεύματος, η αύξηση των λευκοκυττάρων, ο πυρετός και η κεφαλαλγία, η ανορεξία, διαταραχές ΗΚΓ, μείωση διούρησης, υπέρταση – οίδημα, διαταραχές αιματολογικών εξετάσεων.