Τα παραπάνω ανέφερε η Ελένη Σκαλτσά, καθηγήτρια του Τμήματος Φαρμακευτικής της Σχολής Επιστημών Υγείας του ΕΚΠΑ, και αντιπρόεδρος της επιτροπής για τη φαρμακευτική κάνναβη που έχει συσταθεί από τον ΕΟΦ, κατά τη διάρκεια της ομιλίας της με θέμα «Το νομοθετικό πλαίσιο της κάνναβης», στο πλαίσιο του 8ου Πανελλήνιου Συνεδρίου Εφαρμοσμένης Φαρμακευτικής, που διοργάνωσε ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης.
Παράλληλα εξήγησε ότι «με τον όρο κάνναβη προσδιορίζονται οι ανθοφόρες ή καρποφόρες κορυφές των θήλεων ταξιανθιών του φυτού της κάνναβης. Τα σπέρματα και τα φύλλα, που δεν συνοδεύονται από κορυφές, δεν περιέχουν τετραϋδροκανναβινόλη και εξαιρούνται του νόμου περί ναρκωτικών ουσιών.
Οι θηλυκές ταξιανθίες περιέχουν τουλάχιστον 113 κανναβινοειδή, με κυριότερα την τετραϋδροκανναβινόλη (THC), που εμπίπτει στο νόμο περί ναρκωτικών ουσιών και την κανναβιδιόλη (CBD) που δεν εμπίπτει. Η κλινική έρευνα για την CBD αφορά μελέτες που σχετίζονται με το άγχος, τη γνώση, κινητικές διαταραχές και τον πόνο.
Συνεπώς είναι φαρμακολογικά δραστική ουσία, αλλά δεν έχει την ίδια ψυχοδραστικότητα με την THC. Με τον όρο φυτό κάνναβης εννοούμε κάθε φυτό του γένους Cannabis της οικογένειας Cannabaceae. Το πιο συνηθισμένο είναι το φυτό Cannabis sativa L. var. indica Lamarck. Υπάρχουν πολλά είδη, ποικιλίες και υβρίδια στα οποία ποικίλλει σημαντικά η περιεκτικότητα σε δραστικά συστατικά. Η φαρμακευτική κάνναβη αναφέρεται σε ποικιλίες με περιεκτικότητα σε τετραϋδροκανναβινόλη (THC) άνω του 0,2%».
Τα τελικά προϊόντα φαρμακευτικής κάνναβης εντάσσονται στον Γ’ πίνακα ναρκωτικών. Σε αντίθεση, το έλαιο των σπερμάτων της κάνναβης (Ηempseed oil, Ηemp oil) περιέχει ακόρεστα λιπαρά οξέα, μυρκένιο, β-καρυοφυλλένιο, τοκοφερόλες, κανναβιδιόλη, σαλικυλικό μεθυλεστέρα, πρωτεΐνες και ιχνοστοιχεία. Δεν περιέχει THC. Είναι διατροφικό προϊόν και τελευταία το χρησιμοποιούμε και σε καλλυντικά προϊόντα.
«Η ανώτατη δοσολογία και ο τρόπος χορήγησης εξαρτώνται από τη φαρμακοτεχνική μορφή, την οδό χορήγησης, το επιδιωκόμενο θεραπευτικό αποτέλεσμα και σαφώς από την περιεκτικότητα σε δραστικά συστατικά. Οι επιδράσεις του τελικού προϊόντος φαρμακευτικής κάνναβης διαφέρουν σημαντικά μεταξύ των ασθενών.
Πρέπει να επισημανθεί ότι ορισμένες δράσεις παρουσιάζουν παράδοξη διαφοροποίηση μεταξύ μικρών και μεγάλων δόσεων. Για παράδειγμα, ενώ σε μικρές δόσεις μειώνεται η ναυτία, σε μεγάλες δόσεις μπορεί να φέρει αντίθετο αποτέλεσμα. Δεδομένης της κατασταλτικής δράσης της κάνναβης στο κεντρικό νευρικό σύστημα, η συγχορήγηση με άλλα κατασταλτικά φάρμακα πρέπει να γίνεται με ιδιαίτερη προσοχή. Η λήψη αλκοόλ κατά τη διάρκεια της θεραπείας δεν ειναι επιτρεπτή.
Επιπλέον υπάρχει το ενδεχόμενο αλληλεπίδρασης με άλλα φάρμακα που χρησιμοποιούν τις ίδιες μεταβολικές οδούς με τα κανναβινοειδή, τα οποία μεταβολίζονται κυρίως μέσω των κυτοχρωμάτων CYP3A4 (π.χ. κλαριθρομυκίνη, ερυθρομυκίνη, κυκλοσπορίνη, βεραπαμίλη, ιτρακοναζόλη, βορικοναζόλη, μποσερεβίρη] και CYP2C9 [π.χ. αμιοδαρόνη, σιμετιδίνη, κορτιμοξαζόλη, μετρονιδαζόλη, φλουοξετίνη, φλουβοξαμίνη, φλουκοναζόλη, βορικοναζόλη).
Αντενδείκνυται η χρήση κατά τη διάρκεια της κύησης και της γαλουχίας και σε άτομα που σκοπεύουν να τεκνοποιήσουν. Επίσης, η οδήγηση οχημάτων, ο χειρισμός μηχανημάτων και οποιαδήποτε δραστηριότητα απαιτεί εγρήγορση, πρέπει να αποφεύγονται κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Χρειάζεται προσοχή στους ηλικιωμένους, στα άτομα με ηπατική και νεφρική διαταραχή και στα άτομα με οικογενειακό ιστορικό ψυχώσεων, κρίσεων πανικού και συναισθηματικών διαταραχών.
Σύμφωνα με την κ. Σκαλτσά, «ο ρόλος των φαρμακοποιών θα είναι καθοριστικός, καθώς οφείλουν να συμβουλεύουν τους ασθενείς για τις ενδεχόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες, οι οποίες πρέπει να καταγράφονται και να υποβάλλεται ηλεκτρονικά η κίτρινη κάρτα στον ΕΟΦ».
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ