Η συγκεκριμένη μέθοδος, που παρουσιάστηκε στο περιοδικό «Sensors» (Αισθητήρες), επιτρέπει δυνητικά τον εντοπισμό του κορονοϊού ακόμη και αμέσως μετά τη μόλυνση ενός ατόμου, επιτρέποντας έτσι την ταυτοποίηση και ασυμπτωματικών φορέων στα πρώτα στάδια της μετάδοσης του ιού.
Ο βιοαισθητήρας μπορεί να ενσωματωθεί σε μια εύχρηστη πλατφόρμα, που περιλαμβάνει μια φορητή συσκευή και ένα κινητό τηλέφωνο ή τάμπλετ. Το επόμενο βήμα, σύμφωνα με τους ερευνητές, θα είναι η κλινική δοκιμή του διαγνωστικού αισθητήρα με τη χρήση δειγμάτων ασθενών και σε σύγκριση με τα υπάρχοντα μοριακά και ορολογικά τεστ.
Η ερευνητική ομάδα, την οποία αποτελούν ο καθηγητής Σπύρος Κίντζιος, η επίκουρη καθηγήτρια Γεωργία Μοσχοπούλου, η μεταδιδακτορική ερευνήτρια Σοφία Μαυρίκου και ο Βασίλης Τσεκούρας, σκοπεύει να βελτιώσει περαιτέρω τη διαγνωστική μέθοδο επεκτείνοντας τον αριθμό των χρησιμοποιούμενων τροποποιημένων κυττάρων, αλλά και να ερευνήσει τη χρησιμότητά της για την ανίχνευση επιφανειακών πρωτεϊνών άλλων κορονοϊών. Επίσης θα επιδιώξει τη βελτίωση της διεπαφής της συσκευής, με την ενσωμάτωση λογισμικού ικανού να παρουσιάζει με λειτουργικό τρόπο τα τελικά αποτελέσματα στο χρήστη.
Έχει ήδη εκδηλωθεί ενδιαφέρον για την οργάνωση κλινικών δοκιμών μεγάλης κλίμακας τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, σε συνεργασία με εθνικούς και διεθνείς φορείς, ενόψει και ενός πιθανού δεύτερου κύματος της πανδημίας Covid-19.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση: https://www.mdpi.com/1424-8220/20/11/3121/htm
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Παύλος Δρακόπουλος